Από το πρώτο έως το Δεύτερο πολεμικό ανακοινωθέν
του Στέφανου Μίλεση
Τον Σεπτέμβριο του 1940 σχολεία είχαν ξεκινήσει και η Πλατεία Κοραή είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο γιουσουρούμ όπου κατά τις συνήθειες της εποχής οι μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων «πωλούσαν» τα μεταχειρισμένα βιβλία τους στους μικρότερους μαθητές. Όσο πιο άγραφα, χωρίς μουτζούρες, χωρίς σκισίματα ήταν τόσο η τιμή τους ανέβαινε. Η πνευματική και πολιτιστική ζωή στον Πειραιά βρισκόταν στην ακμή της, με εκδηλώσεις του φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου και καθημερινές παραστάσεις στην πολυτελή αυλαία του.
Καλλιστεία ομορφιάς έγιναν στο ξενοδοχείο «Ακταίον» στο Νέο Φάληρο, ενώ στο «Μέγα Ξενοδοχείο» οι εσπερίδες και οι προεσπερίδες γέμιζαν καθημερινά τα τεράστια σαλόνια του. Στο Πασαλιμάνι οι κινηματογραφικές αίθουσες συναγωνίζονταν μεταξύ τους με τις αίθουσες των «Πάλλας» και «Σπλέντιτ» να βρίσκονται στην κορυφή της προτίμησης του κόσμου. Παράξενη αντίθεση στους δρόμους τα συνεργεία που ολοένα και πύκνωναν με αποστολή να τοποθετήσουν στις ταράτσες κάτι τεράστια γκρι μεταλλικά αντικείμενα όμοια με κράνη. Ήταν σειρήνες! Μα για ποιο λόγο, διερωτήθηκαν οι περίοικοι που μαζεύτηκαν γύρω τους για να δουν από κοντά. Οι σειρήνες χρειάζονται για τη σήμανση των συναγερμών, όταν τα εχθρικά αεροπλάνα θα πλησιάζουν. Μα για ποια αεροπλάνα μιλάνε; Για ποιους βομβαρδισμούς; Τόσο ο τορπιλισμός της «Έλλης» όσο και άλλες παρόμοιες ενέργειες που ο Μεταξάς δεν ανακοίνωνε για να παρατείνει την ειρήνη και να δώσει χρόνο προετοιμασίας, «έδειχναν» ξεκάθαρα ότι ο πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών. Ο Τσιάνο από τις 22 Οκτωβρίου είχε αρχίσει να συντάσσει το τελεσίγραφο των επτά δακτυλογραφημένων σελίδων με σκοπό να επιδοθεί στην ελληνική κυβέρνηση μετά τα μεσάνυχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου. Το ίδιο πρωινό ιταλικά οπλιταγωγά συγκεντρωμένα στα λιμάνια του Τάραντα και του Πρίντεζι ετοιμάζονταν να αποπλεύσουν μαζί με την οπλισμένη σαν αστακό μεραρχία Μπάρι που προοριζόταν για την κατάληψη της Κέρκυρας. Η ξαφνική όμως κακοκαιρία ανέβαλλε το ξεκίνημα της επιχείρησης για τρεις ημέρες. Αργότερα, η αναβολή αυτή θα γίνει οριστική. Η Μεραρχία «Μπάρι» αποφασίστηκε να μεταφερθεί στην Αλβανία, καθώς κρίθηκε από τους Ιταλούς καλύτερο το χτύπημα να γίνει σε ένα σημείο, ώστε να είναι δυνατό και αποφασιστικό.
Στις 25 Οκτωβρίου η ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα είχε διοργανώσει παράσταση στην Λυρική σκηνή της όπερας του Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάι». Την είχαν παρακολουθήσει Ιταλοί και Έλληνες μαζί σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Το προηγούμενο βράδυ είχε γίνει μάλιστα στην ιταλική πρεσβεία προς τιμή του γιου του μεγάλου μουσουργού Πουτσίνι, του Αντώνιο, γεύμα καθώς είχε επισκεφθεί την Αθήνα, στο οποίο είχαν βρεθεί όλοι οι εκπρόσωποι της αθηναϊκής καλής κοινωνίας.
Όλα αυτά όμως ήταν προκατασκευασμένα για να ρίξουν στάχτη στα μάτια των Ελλήνων όπως και τα διπλωματικά χαμόγελα και οι φιλοφρονήσεις και η συνύπαρξη ελληνικών και ιταλικών σημαιών στα τραπέζια. Ήταν μια κακόγουστη επίδειξη καλής θέλησης των Ιταλών εν όψει βέβαια της προμελετημένης επίδοσης εκ μέρους τους του τελεσίγραφου που θα γινόταν 24 ώρες αργότερα. Περασμένες δέκα στις 27 Οκτωβρίου, η κίνηση στους δρόμους ήταν περιορισμένη. Η Αθήνα του μόχθου είχε κλειστεί στα σπίτια της καθώς η επομένη Δευτέρα 28η Οκτωβρίου ήταν εργάσιμη ημέρα. Μόνο κάποιοι Αθηναίοι Δημήτρηδες και Δήμητρες κυκλοφορούσαν πού και πού στους δρόμους επιστρέφοντας από κάποια ταβέρνα ή από ένα σπίτι. Στα σπίτια όσοι δεν κοιμόντουσαν ακούγανε μέχρι τις δώδεκα και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα μουσική από το ραδιόφωνο. Το πρόγραμμα έκλεινε με τις τελευταίες ειδήσεις.
Η Ιαπωνία επιχειρούσε πάνω από τα κινεζικά εδάφη. Η Βαρσοβία διαμελιζόταν από τους Γερμανούς σε τρεις ζώνες. Πολωνική, Εβραϊκή και Γερμανική. Στο Κογκό ο αρχηγός των Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων Στρατηγός Ντε Γκώλ, αγανακτισμένος από τις προσεγγίσεις Πεταίν – Χίτλερ βροντοφωνούσε «Γάλλοι αξιωματικοί Γάλλοι στρατιώτες, Γάλλοι Πολίτες. Λίγοι ανήθικοι πολιτικοί παραδίδουν την αυτοκρατορία της Γαλλίας. Ετοιμαστείτε. Χαλυβδώστε την καρδιά σας και αρπάξτε τα όπλα σας».
Κάπου στην οδό Αχαρνών ένα γλέντι έγινε σε μια ασβεστωμένη αυλή μιας συμπαθητικής ταβέρνας με χαμηλές κληματαριές και ένα σωρό από κρασοβάρελα. Διασκέδασαν δύο οικογένειες για τα παιδιά τους που πάντρεψαν στον Άγιο Παντελεήμονα. Όλοι ευχήθηκαν καλή ζωή στον γαμπρό και στην νύφη που έσυραν λεβέντικα τον Καλαματιανό. Και οι δύο χαμογελούσαν ευτυχισμένα αλλά το πρωί θα τους χώριζε ο πόλεμος, ποιος ξέρει αν θα ήταν άραγε για λίγο ή για παντοτινά. Το χρονόμετρο της ιστορίας μπήκε στην τελική ευθεία. Στη γωνία των οδών Κεφαλληνίας και Δαγκλή στο απέριττο σαλόνι μιας διώροφης οικίας, στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου άρχισε για την Ελλάδα ένας πόλεμος ανεπιθύμητος και όπως πάντα συμβαίνει με την ελληνική ιστορία και άνισος.
Το ΟΧΙ της οδού Κεφαλληνίας έφτασε μέχρι τους φύλακες της Ελληνοαλβανικής μεθορίου που ήταν ξάγρυπνοι μέσα στη νύχτα. Μια νύχτα γεμάτη αστραπόβροντα και ασταμάτητη βροχή που μετέβαλε σε βάλτο τις πεδιάδες και λάσπη τα χώματα. Μέσα σε εκείνη την κοσμοχαλασιά οι στρατιώτες πλημμυρισμένοι από βροχή και ένταση, περίμεναν με τεντωμένες τις αισθήσεις τους. Στις πέντε και μισή άρχισε η φύση να πλημμυρίζει από τον ορυμαγδό των όπλων και το σφύριγμα των οβίδων. Σε λίγες ώρες δεν θα αργούσε να ακουστεί η νικηφόρος ιαχή «Αέρα» καθώς οι Έλληνες στρατιώτες θα αποφάσιζαν να πάρουν τον αιώνιο δρόμο της ιστορίας.
Πίσω στην Αθήνα ο κόσμος έμαθε για την άνανδρη και αναίτια επίθεση των Ιταλών από αλλεπάλληλες εκδόσεις των εφημερίδων αλλά κύρια από το ραδιόφωνο. Μεμιάς όλος αυτός ο κόσμος που μετά την ανάπαυλα της Κυριακής κινούσε ανύποπτος για την καθημερινή του εργασία θέριεψε. Μάνιασε από εθνική αγανάκτηση και βρέθηκε ξαφνικά διαδηλωτής χείμαρρος εκδίκησης και πέλαγος ενθουσιασμού. Πυκνοί όμιλοι άρχισαν να σχηματίζονται στους δρόμους και στις πλατείες.
Έξω από το Πανεπιστήμιο έγινε το αδιαχώρητο. Οι φοιτητές και οι αλύτρωτοι Δωδεκανήσιοι αδελφοί που κατοικούσαν στην Αθήνα πρωτοστάτησαν στους πανηγυρισμούς. Από παντού συνθήματα. Η νεανική ορμή εκδηλώθηκε σύντομα. Καταστράφηκαν τα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας της «Αλα Λιττόρια» ενώ την ίδια τύχη είχαν και τα γραφεία της εταιρείας «Λόυδ Τριεστίνο» και οι «Ασφάλειες Τεργέστης». Στην οδό Πατησίων το «Κάζα ντι Ιτάλια» διασώθηκε την τελευταία στιγμή από την αστυνομία. Στις δέκα η ώρα ακριβώς μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν που από παιδιά έχουμε μάθει να ακούμε «Αι ιταλικαί Στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τις 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Την ίδια ώρα ακούσθηκαν και οι σειρήνες που σήμαναν συναγερμό. Ιταλικά αεροπλάνα φάνηκαν με κατεύθυνση το αεροδρόμιο του Τατοΐου. Άφοβα οι Αθηναίοι παρακολουθούσαν με περιέργεια και αγανάκτηση έχοντας το βλέμμα τους στραμμένο ψηλά στον ουρανό. Άλλα Ιταλικά αεροπλάνα επιχείρησαν να βομβαρδίσουν την Ναυτική βάση του Σκαραμαγκά αλλά και εκεί οι βόμβες τους έπεσαν στην θάλασσα. Λίγες ώρες μόνο είχαν περάσει όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα αστεία για τους Ιταλούς. Άλλαξε ο τρόπος γραφής της χώρας τους και από Ιταλία με γιώτα έγινε «Ητταλία» με ήττα και δύο «ττ» που σημαίνει η χώρα της ήττας.
Η αεράμυνα δίνει οδηγίες για τη χρήση των καταφυγίων και την κάλυψη του φωτισμού τη νύχτα. Η Εταιρεία Υδάτων συνιστά τη συγκέντρωση αποθεμάτων νερού για το ενδεχόμενο βλάβης του δικτύου ύδρευσης από τους βομβαρδισμούς. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες οι στάμνες και άλλο είδος δοχείου γίνονται ανάρπαστα. Η Τηλεφωνική εταιρεία συνιστά περικοπή των τηλεφωνημάτων ώστε να εξυπηρετούνται οι δημόσιες υπηρεσίες, ενώ του υπουργείο Ναυτικών δίνει κατεπείγον σήμα σε όλα τα υπερπόντια ελληνικά σκάφη να προσεγγίζουν μόνο σε αμερικανικά ή αγγλικά λιμάνια. Αργά το βράδυ βγαίνει το δεύτερο πολεμικό ανακοινωθέν. «Κατά την διάρκεια της ημέρας ποικίλης ισχύος εξηκολούθησαν προσβάλλουσαι ημέτερας δυνάμεις αμυνομένας σθεναρώς. Αγών ενετοπίσθη επί μεθορίου γραμμής. Παρά της εχθρικής αεροπορίας εμβλήθησαν στόχοι άνευ ζημιών. Βόμβαι ριφθείσαι επί της πόλεως Πατρών έσχον θύματα εκ του αμάχου πληθυσμού». Τι παράξενο που είναι το δεύτερο ανακοινωθέν. Ενώ το πρώτο το γνωρίζουμε σχεδόν όλοι οι Έλληνες το δεύτερο το έχουν ακούσει ελάχιστοι.
Σε αυτό το δεύτερο ανακοινώθηκε στην ουσία ο βομβαρδισμός των Πατρών με θύματα από τον άμαχο πληθυσμό. Το Υπουργείο Ασφαλείας ανακοίνωσε ότι τα θύματα αυτών των βομβαρδισμών ήταν 50 νεκροί και 100 τραυματίες. Ο κόσμος ζητά εκδίκηση. Κοντεύουν τα μεσάνυχτα της πρώτης ημέρα του πολέμου. Η Αθήνα ήταν βουτηγμένη και πάλι στο σκοτάδι και από ψηλά έδινε την εικόνα της νεκρής πολιτείας. Κάτω όμως από το βαθύ σκοτάδι κρυβόταν ο πυρετός του ξεσηκωμού. Το ίδιο συνέβη σε κάθε ελληνική πόλη, σε κάθε χωριό. Ένα ανθρώπινο ποτάμι έχει ξεκινήσει από παντού. Κατέβηκε σε πεδιάδες, σκαρφάλωσε σε βουνά και κάλπαζε με ορμή σε μια κατεύθυνση και μόνο. Στα σύνορα της Αλβανίας.
Σε λίγες μέρες οι Έλληνες θα είχαν ξεχυθεί στις βαθιές χαράδρες και στα υψώματα της Πίνδου και από εκεί, πέρα μακριά στις πλαγιές του Μοράβα για να παρασύρουν τις σιδηρόφραχτες ιταλικές μεραρχίες στο πέρασμά τους. Η Ελλάδα έγραφε ιστορία.