Ρήσεις Μενέλαου Λουντέμη
Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.
Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του.
Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου;
Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν.
Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
Όλα τα λόγια του θεού είναι καλά. Μόνο, βάρντα, να μην τα πάρουνε στο στόμα τους οι παπάδες.
Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
Φοβού τον Θεόν αλλά τρέμε τους πιστούς του!
Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί.
Εάν βυθισθώμεν, ας βυθισθώμεν εις τον ωκεανόν! Ουχί εις την σκάφην!
Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός.
Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ’ τα παρακάλια έγιναν.
Τώρα που χρειάζονταν τα νιάτα, ήρθαν τα γηρατειά…
Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων.
Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι.
Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι;
Η πρώτη κραυγή του ανθρώπου είναι το κλάμα. Από ‘κει και πέρα, οι άνθρωποι ή παραμένουν άνθρωποι και κλαίνε ή γίνονται τέρατα, και κάνουν τους άλλους να κλαίνε.
Όταν σωπαίνουν οι λύκοι ουρλιάζουν οι άνθρωποι.
Στον έρωτα μήπως όλες οι φορές που αγαπούμε δεν είναι πρώτες;
Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποφασίζουν γλήγορα. Σπάζουν εύκολα το κεφάλι τους κι ησυχάζουν.
Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί.
Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια; Φκιάνει σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο… Βρισιά για τα θεριά!
Οι αρχαίοι Έλληνες που διαφωνούσαν σ΄ όλα, συμφωνούσαν μόνο σ΄ ένα πράμα: ότι ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν.
Και περνούσα τις μέρες μου, με τα χρώματά μου τακτοποιημένα. Με τα όνειρά μου συγυρισμένα. Με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα… Γιατί έτσι τα ῾βλεπα. Ἔτσι νόμιζα.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης, ένας αποσταμένος περπατητής, που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς, ν’ ακούσει το τραγούδι των γρύλων. Κι αν θέλεις, έλα να τ᾿ ακούσουμε μαζί.
Μη γυμνώνετε τα είδωλα (τα είδωλα είναι γυμνά). Γυμνώστε καλύτερα τους θεούς ντύστε τους ανθρώπους!