Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ας πιούμε και κάνα κρασάκι!

1Μαρτυρίες ιστορικές φανερώνουν πως η λαϊκή ρήση «μήνα που δεν έχει ‘ρο’ το κρασί θέλει νερό», ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό πιστεύω, στους παλιότερους καιρούς. Οι αρχαίοι δεν συνήθιζαν να πίνουν το κρασί σκέτο, ούτε τους υπόλοιπους μήνες. Το αραίωναν πάντα με νερό. Αυτός ήταν και ένας από τους κυριότερους λόγους που στον πάγκο σερβιρίσματος, σε όλα τα αρχαία οινοπωλεία, καπηλειά ή ποτιστήρια (και οι τρεις ονομασίες σημαίνουν το ίδιο πράγμα), υπήρχε πάντοτε ένα κατσαρόλι με βραστό νερό.

Οι πελάτες πολλές φορές παράγγελναν ζεστά ροφήματα, δηλαδή κρασί με ζεστό νερό. Το ζεστό νερό των οινοπωλείων πρόσφερε και μια άλλη κοινωνική υπηρεσία, στους κατοίκους της ευρύτερης γειτονιάς. Κυρίως όταν η γειτονιά ήταν φτωχική και οι άνθρωποι αδυνατούσαν να ζεσταίνουν νερό από μόνοι τους. Το δροσερό κρασί ήταν ακόμα κάτι που δύσκολα μπορούσες να το βρεις και να το απολαύσεις. Έπρεπε να υπήρχε πηγάδι, μέσα στο οποίο να διατηρούνται τα σταμνιά κρεμασμένα με σχοινί, ή να υπάρχει κάποιο ρυάκι εκεί κοντά, όπου βύθιζαν τα σταμνιά στο δροσερό νερό. Οι πλούσιοι, στα συμπόσιά τους, πάγωναν καμιά φορά το κρασί. Αγόραζαν χιόνι από τους εμπόρους που το έφερναν από τις κοντινές βουνοκορφές, και το μοσκοπουλούσαν. Ήταν μια πολύ δαπανηρή απόλαυση.

Στα οινοπωλεία, προσφερόντουσαν και ποτά πιο πολύπλοκα από την συνηθισμένη ανάμιξη κρασιού με νερό. Επίσης, διάφορα είδη κρασιού ανακατεύονταν με μπαχαρικά και μέλι. Η ζάχαρη ήταν κάτι τελείως άγνωστο στους αρχαίους χρόνους. Τα ποτά σερβιριζόντουσαν μέσα σε μεγάλα κύπελλα. Πολλά από αυτά είχαν επιγραφές για να εξάπτουν την φαντασία των πελατών, όπως «βάλε μου κι άλλο», «γέμισέ το καλά», «φτάνει η ρετσίνα, δώσε μου κάτι καλύτερο» κλπ.

Η πρόσμιξη νερού με κρασί ήταν αυστηρά σε ορισμένη αναλογία. Πιο πολύ νερό τα δυνατά κρασιά, λιγότερο τα ελαφριά. Χωρίς να λείπουν και εδώ βέβαια οι σχετικές νοθείες. Όπως ακριβώς και σήμερα. Κάτι που συναντούσε πολλάκις και τις βίαιες αντιδράσεις των πελατών, που αναγκαζόντουσαν να πίνουν όλες αυτές τις αυτοσχέδιες μπόμπες. Υπάρχουν και τα σχετικά παράπονα, τύπου γκράφιτι, στους τοίχους των καπηλειών, με τις διαμαρτυρίες και τις οξύνσεις. Μια από αυτές, που βρέθηκε σε τοίχο ταβέρνας της Πομπηίας, αναφέρει τα εξής:

«Μακάρι να στη φέρουν κάποτε, όπως με γέλασες και συ.

Νερό πουλάς σε μένανε κι η αφεντιά σου πίνει το κρασί».

Μια άλλη επιγραφή δηλώνει με θυμό:

«Ο άτιμος ο κάπελας της Ραβέννας μου την έσκασε.

Κρασί νερωμένο του ζήτησα, ανέρωτο μου πούλησε».

Και τούτο γιατί στη Ραβέννα, λόγω του ελώδους της περιοχής, το καλό νερό ήταν σπάνιο και στοίχιζε πολύ περισσότερο από το κρασί!

Οι ταβέρνες δεν ήταν σπάνιο είδος, υπήρχαν άφθονες, όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και κατά μήκος των επαρχιακών δρόμων. Και τούτο γιατί μεγάλο μέρος των ανθρώπων, όπως οι ναύτες, οι εργάτες οι στρατιώτες, οι έμποροι, οι τουρίστες κλπ, αναγκαζόντουσαν να ζουν μακριά από τα σπίτια τους για μεγάλο χρονικό διάστημα και χρειαζόντουσαν τροφή και στέγη. Η Πομπηία, μόνο, στον κεντρικό της δρόμο, που δεν είχε μήκος πάνω από 550 μέτρα, διέθετε γύρω στις 20 ταβέρνες, διαφόρων ειδών και ποιοτήτων. Αντιστοιχούσε δηλαδή μια ταβέρνα για κάθε 25 μέτρα περίπου.

Βλέπουμε ουσιαστικά πως αν και τα παραπάνω αναφέρονται σε μια εποχή, πριν από 2000 χρόνια, λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Όλες αυτές οι παλιές συνήθειες μένουν ανέπαφες μέχρι σήμερα, και τίποτα δεν φαίνεται ικανό να τις εξαλείψει.

Αυτές μάλιστα τις μέρες που πλησιάζουν οι γιορτές, ας βάλουμε και λιγάκι κρασί στη ζωή μας. Το κρασάκι μαλακώνει τις καρδιές και τις κάνει ανθρώπινες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *