Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ…
Έχει γυρίσει μπαρουτοκαπνισμένος απ’ τη συμφορά και τον όλεθρο της Μικρασίας… Δεν άντεξε το θάνατο, τα κομμένα πόδια και χέρια των στρατιωτών του. Οι υπεύθυνοι έπρεπε να πληρώσουν και πλήρωσαν… Η Ελληνική του καρδιά ξαναμίλησε στις 14 Μαΐου 1923. Ακροατήριο οι στρατιώτες του:
“Φωνάζετε, Ζήτω ο πόλεμος, κι’ όμως μέσα σας κανένας δε θέλει να πολεμήσει. Μα μήπως εγώ το θέλω; Στρατιώτες είσθε εσείς, στρατιώτης κι εγώ.
Πώς φορώ επωμίδες; Αυτές είναι για να με γνωρίζετε πως είμαι ο Συνταγματάρχης σας. Όμως το ίδιο είμαστε εμπρός στο κανόνι.
Πολεμάτε, λέτε, τρία χρόνια και κουραστήκατε. Εγώ δέκα χρόνια πολεμώ.
Από τους Ευζώνους μου τι μ’ έμειναν; Τριάντα πέντε. Τους άλλους τους σκόρπισε ο θάνατος.
Από τους φίλους μου αξιωματικούς πόσοι έμειναν; Κανένας! Όλους τους πήρε το βόλι.
Γιατί λοιπόν να θέλω Πόλεμο;
Και όμως θα πολεμήσω σαν έλθει η ώρα, και θα πολεμήσετε και σεις γιατί το θέλει η Πατρίδα.
Σας είπαν λαοπλάνοι να τους ψηφίσετε για να σας αποστρατεύσουν, και σας οδήγησαν στον αιματηρότερο πόλεμο που κάνατε ποτέ, και σας μουντζούρωσαν το μέτωπο και σας και της Ελλάδας όλης.
Εγώ δε σας υπόσχομαι αποστράτευση. Εγώ σας λέγω πως μπορεί να ξαναπολεμήσετε. Ούτε θα σας ρωτήσω αν θέλετε να πολεμήσετε, παρά θα σας πάγω, σαν έλθει η ώρα, και με τη βία ακόμα, στη φωτιά.
Την Ελλάδα από το αυτί θα την αρπάξομε και θα τη σώσουμε, θέλει δε θέλει. Και θα τη σώσετε σεις, και θα πολεμήσετε καλά όταν είναι ανάγκη και το θέλει η Πατρίδα”.
Και ξέσπασε ο στρατός ολόκληρος σε βροντερά Ζήτω, φωνάζοντας, “Πήγαινε μας όπου θέλεις! Σε σένα έχομε εμπιστοσύνη!