Το δελφικό Ε
Το Ε (ΕΨΙΛΟΝ) βρισκόταν στην κορυφή τού Αετώματος τού Ναού τού Απόλλωνος στους Δελφούς, αντίκρυ σε όποιον πλησίαζε την κεντρική, ανατολική Πύλη του, πάντοτε συνοδευόμενο από το ΓΝΩΘΙ Σ’ΑΥΤΟΝ στην κάτω αριστερή γωνία και το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ στην κάτω δεξιά τού ιδίου Αετώματος.
Ήταν γνωστά σαν ”Δελφικά παραγγέλματα”, το δε Ε το ”προεδρεύον” αυτών.
Το παλαιότερο από αυτά (τα Ε) ήταν ξύλινο κι αναφέρεται σαν ”Ε των Σοφών”, γιατί αφιερώθηκε από τον Σόλωνα κατά μία εκδοχή, κατά δε άλλη από όλους μαζί τούς τότε αναγνωρισμένους Σοφούς. Όταν αυτό φθάρθηκε από το πέρασμα του χρόνου, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στο Ναό το δεύτερο, το οποίο ήταν χάλκινο.
Σε αντικατάσταση και αυτού, η Λιβία Δρουσέλλα, σύζυγος τού Αυγούστου, αφιέρωσε το τρίτο και τελευταίο, από καθαρό χρυσό.
Η μοναδική πληροφορία για το Ε των Δελφών προέρχεται από τον Πλούταρχο (παρ.46-127), ο οποίος ως Ιερεύς σε όλη του την ζωή τού Απόλλωνος, ήταν άριστος γνώστης των Μυστηρίων. Το ότι λοιπόν ένα γράμμα τού Αλφαβήτου, είναι το αποκλειστικό αντικείμενο μιας ολόκληρης διατριβής του, δείχνει, όπως και τα γραφόμενα, την μεγάλη σημασία πού ένας συγγραφέας του επιπέδου του, απέδιδε σ’ αυτό. Το ότι κανείς άλλος δεν έγραψε γι’ αυτό, αλλά κι ο τρόπος πού ο ίδιος ο Πλούταρχος το παρουσιάζει, συνηγορούν ότι πρόκειται για κλείδα των Δελφικών Μυστηρίων, γιατί ως γνωστόν η αποκάλυψη στοιχείων τους στους αμύητους, αποτελούσε ηθικό και ποινικό αδίκημα με αποτέλεσμα την θανατική ποινή.
Στον διάλογο αυτόν, προβάλλονται διάφορες ερμηνείες από τούς διαλεγόμενους. Σε κάποιες επεμβαίνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, με πληθώρα αναλύσεων, μη παίρνοντας ρητή θέση, αλλ’ ωστόσο καθοδηγώντας διακριτικά τον αναγνώστη. Δεν μπορεί έτσι να κατηγορηθεί ότι αποκαλύπτει τα των Μυστηρίων, αλλά προτρέπει σε συλλογισμούς προσέγγισής τους, τηρώντας το ρητό από τον Ηράκλειτο ότι: “Ο ΑΝΑΞ Ο ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ, ΟΥΤΕ ΛΕΓΕΙ, ΟΥΤΕ ΚΡΥΠΤΕΙ, ΑΛΛΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ”. Τα δε σημαίνοντα διαφέρουν ως προς την προσέγγισή τους, ανάλογα με την πνευματική, την ποιοτική και την μυητική διαβάθμιση.
Είναι χαρακτηριστικό των προς χρησμοδότησιν ερωτημάτων (εάν), αλλά και ευχής (ΕΙ-θε). Ο Έυστροφος ο Αθηναίος υποστηρίζει πως το Ε δηλώνει την έννοια των αριθμών ως Πεμπάς, αφού οι Σοφοί το αριθμείν ονομάζουν ”πεμπάζειν”. Εκφράζει έτσι την Πυθαγόρεια θέση ότι ο αριθμός είναι πρώτη και απόλυτη αιτία των πάντων κι ότι ο Θεός αεί γεωμετρεί. Την άποψη αυτή συμπληρώνει ο ίδιος ο Πλούταρχος, λέγοντας ότι οι αριθμοί διαιρούνται σε άρτιους και περιττούς και η Μονάδα είναι κοινή κατά τη δύναμη και στα δύο είδη, αφού προστιθέμενη, κάνει τον άρτιο περιττό και τον περιττό άρτιο. Το δύο είναι ο πρώτος άρτιος και το τρία ο πρώτος περιττός.
Το άθροισμα αυτών των δύο δίνει αριθμό εξαιρετικής τιμής, γιατί πρώτος αυτός αποτελείται από πρώτους και έχει ονομασθεί από τούς Πυθαγόρειους Γάμος, λόγω της ομοιότητάς του με την ενωτική σχέση τού άρτιου προς το θήλυ και τού περιττού προς το άρρεν. Γιατί από καμιά ανάμιξή τους δεν γεννιέται άρτιος, μα πάντα περιττός και ποτέ άρτιος όταν προστεθεί σε άρτιο δεν γεννά περιττό, ούτε βγαίνει από τή φύση του, από αυτήν ακριβώς την αδυναμία του να γεννήσει άλλον.
Αντίθετα, περιττοί όταν προστεθούν σε περιττούς, γεννούν πολλούς άρτιους, γιατί πάντα αποτελούν το γόνιμο στοιχείο. Το πέντε (Ε) λέγεται και φύσις γιατί με τον πολλαπλασιασμό επί τον εαυτό του τελειώνει πάντα στον εαυτό του. Γιατί και η φύση – πού από τον σπόρο μετά από διάφορες μεταμορφώσεις, αποδίδει πάλι σπόρο – πάντα τελειώνει στον εαυτό της. Κι όταν αυτό (το Ε) προστίθεται στον εαυτό του, γεννά εκ περιτροπής ή τον εαυτό του ή την δεκάδα, κι αυτό γίνεται επ’ άπειρον. Η ένωση λοιπόν της Πεμπάδος (Ε) με τον εαυτό της δεν γεννά τίποτε ατελές ή αλλιώτικο, αλλ’ έχει καθορισμένες μεταβολές. Γεννά ή τον αριθμό τού είδους της ή τον τέλειο αριθμό.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κοινόν με τον Απόλλωνα, γιατί ο Θεός υμνείται ως αιώνιος και άφθαρτος από την ίδια του την φύση, και άλλοτε ως πυρ τα πάντα εξομοιώνει προς τα πάντα, άλλοτε δε καταφεύγει σε μεταμορφώσεις τού εαυτού του ως προς τήν μορφή, τήν διάθεση και τήν δύναμη, όπως ακριβώς κι ο Κόσμος. Αλλά και στη Μουσική η Πεμπάς έχει την σημασία της. Γιατί πέντε είναι οι ορθές συμφωνίες και αν και υπάρχουν πολλά διαστήματα μεταξύ των τόνων, η Μελωδία, πέντε μόνο χρησιμοποιεί: τή Δίεση, το Ημιτόνιο, τον Τόνο, το Τριημιτόνιο και το Δίτονο.
Ο Θεός, όταν πλησιάζει κάποιος στο Ναό, τον χαιρετά και τον προσαγορεύει με το ”Γνώθι σ’ αυτόν”, κι αυτός ανταπαντά ”ΕΙ ” (είσαι), αναγνωρίζοντας ότι πραγματικά Αυτός υπάρχει. Και ”ΕΙ ΕΝ”, γιατί είναι Ένας (ΕΝ ΔΕ ΑΠΟΛΛΩΝ). Λέγεται και Φοίβος γιατί οι Αρχαίοι έτσι ονόμαζαν κάθε καθαρό κι αγνό. Ο Πλούταρχος τελειώνει εδώ τον διάλογο, με την τελευταία άποψη να αναιρεί όλες τις προηγούμενες, χωρίς κάποιο συμπερασματικό επίλογο ή σχόλιο, μη κλείνοντας ουσιαστικά το θέμα κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν πιθανώς και άλλες πτυχές της Αλήθειας. Τηρεί έτσι ως Μύστης και Ιερεύς, τις Μυστηριακές γνώσεις, κάνοντας συγχρόνως ένα άνοιγμα προς τούς αμύητους. Άνοιγμα που έχει την προβολή και την δικαίωση τού Κοσμικού και Νοητικού χαρακτήρα της Απολλώνιας Θεοσέβειας.
Στη Σαμοθράκη έχουν βρεθεί κεραμικά πιάτα που χρησιμοποιούνταν σε τελετές των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μισά από αυτά είχαν χαραγμένο ένα Θ (Θήτα) και τα υπόλοιπα ένα Ε. Και τα δύο συμβολίζουν το Θείον. Το πρώτο σαν Κέντρο τού Σύμπαντος, το δεύτερο σαν Ενωτικό των Πάντων στοιχείο. Η Ελληνική γλώσσα δεν είναι απλά μια γλώσσα επικοινωνίας. Είναι το παράγωγο μιας Κοσμικής, Συμπαντικής γεωμετρικής Μήτρας κωδικοποιημένων Εννοιών. Η Ελληνική γλώσσα είναι Λόγος, και ο Λόγος είναι πρώτιστα αναλογία. Κι εκφράζεται πολυσήμαντα και κατ’ αναλογία σε άπειρα διαβαθμιστικά επίπεδα.
Το σύμβολο που σήμερα το αποκαλούμε δελφικό έψιλον είναι λάθος μα βάση τα αρχαία κείμενα και τις απεικονίσεις σε αγγεία. Το σύμβολό του κατά μια έννοια με βάση την εικόνα ανεστραμμένου έψιλον με τους δυο άξονες προς τις 4 κατευθύνσεις του ορίζοντα είναι το κεραύνιο του Διός.