Στο Βάλτο
Πνιγμένοι στον ιδρώτα
προσμέναμε τ’ αγέρι
που δεν ερχόταν
γιατί η θεά
ήθελε κι άλλες θυσίες…
Κι όταν θελούσαμε να κόψουμε τις ρίζες
έμεναν πάντα δύο τελευταίες ίνες
που μας τραβούσαν στον βυθό.
και μπήγαμε τα νύχια στη σάρκα του λαιμού
να σπάσουμε τ’ αόρατο πλοκάμι
που μας έσφιγγε
όλο και πιο σφιχτά.
Μ’ αντίς για το πλοκάμι
έσπαζαν τα νεύρα των δαχτύλων
κι έμεναν ασπρισμένα τα νύχια.
Ζηλέψαμε το λευκό νούφαρο που διάβηκε σιμά μας
κι η καρδιά μας χτύπησε πιο δυνατά
στέλνοντας καυτό αίμα
στις μουδιασμένες φλέβες.
Μα κι αυτό το πήρε μια δίνη
και το ’στειλε σ’ ένα βάτραχο
που τα σοφά μάτια του
σπιθίριζαν μ’ ηλιθιότητα
κι έκλειναν μ’ ευδαιμονία.
Άρης Γαβριηλίδης
Από την ποιητική συλλογή
«Τα φλύαρα αποσιωπητικά»