Να αγωνιζόμαστε σωστά και τίμια
Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1968, που έγιναν στο Μεξικό, μεταξύ των αθλητών που έλαβαν μέρος στο αγώνισμα του Μαραθώνιου, ήταν και κάποιος από την Τανζανία.
Το όνομά του αξίζει να αναφερθεί, όχι τόσο για τις επιδόσεις που είχε ή για το μετάλλιο που κέρδισε, όσο για την ευγενή προσπάθεια που κατέβαλε κατά τη διάρκεια του αγώνα.
«Είχε πέσει το σκοτάδι και η νύχτα ήταν κρύα, όταν ο Στέφεν Ακχουάρι μπήκε μέσα στο στάδιο. Ο πόνο ήταν αφόρητος σε κάθε του βήμα και το πόδι του έπλεε στο αίμα. Ο νικητής του Μαραθώνιου είχε από πολλή ώρα λάβει τα έπαθλά του. Μόνο μερικοί κριτές παρέμεναν ακόμη στις θέσεις τους. Όμως ο μοναχικός δρομέας αγωνιζόταν να συνεχίσει μέχρι τη γραμμή του τερματισμού. Αργότερα ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε, γιατί δεν είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια, αφού δεν υπήρχε πιθανότητα να κερδίσει. Ο αθλητής φάνηκε να τα έχασε για λίγο από την απρόσμενη ερώτηση. Ύστερα όμως απάντησε σεμνά και ειλικρινά, πως το κράτος του τον είχε στείλει για να τερματίσει και όχι για να λάβει απλά μέρος στον αγώνα».
Αυτά γράφουν τα χρονικά της εποχής, και προσπαθούν να δείξουν την πραγματική αξία της ψυχής του ατόμου. Έμεινε στην ιστορία το πάθος του αθλητή αυτού που, αν και δεν πρόσμενε τίποτα από τον αγώνα, επέμενε να αγωνίζεται. Θυμίζει το όλο γεγονός θρύλους και παραδόσεις της φυλής μας. Έτσι πάλευε και ο Διγενής Ακρίτας με το θάνατο στα μαρμαρένια αλώνια. Δεν υπήρχε ελπίδα νίκης όμως έπρεπε να αγωνιστεί, να υπερασπίσει την πατρίδα του, την οικογένειά του την θρησκεία του. Αυτός ο αγώνας είναι που κάνει τον άνθρωπο να ξεχωρίζει. Δεν ήλθε για το μετάλλιο, πολέμησε για το άθλημα. Το στεφάνι της δάφνης και της ελιάς του ανήκει.
Τίποτα δεν αξίζει περισσότερο από την ανθρωπιά. Το σύνθημα των Ολυμπιακών αγώνων «Πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά», δεν έχει αντίκρισμα αν δεν στηρίζεται σε πανανθρώπινα ιδεώδη. Η οικονομία, η πολιτική, η κοινωνία, έχουν τις ίδιες υψηλές επιδιώξεις, με μια διαφορά, ότι στηρίζονται πάνω σε προσωπικό συμφέρον. Έννομο ή άνομο. Οι αρχές καταπατούνται, οι ιδέες φθείρονται τα έντιμα κάστρα πέφτουν.
Βέβαια, μέρα με τη μέρα οι αγώνες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική σημασία. Εξελίσσονται ταχύτατα σε γιγαντιαία βιομηχανία θεάματος που προσπαθεί να αποκτήσει όλο και περισσότερους θεατές. Με αυτή την έννοια πρέπει κάθε φορά να κατασκευάζονται όλο και μεγαλύτεροι αθλητές. Να επιτυγχάνονται ρεκόρ φανταστικά και εξωπραγματικά, να κεντρίζεται συνεχώς ο εγκέφαλος των θεατών, ώστε να παραμένει προσηλωμένος στους αγώνες. Ποιός θα πίστευε ότι στην Ολυμπιάδα του 1996 στην Ατλάντα, η σφαιροβολία, θα έφθανε σε επίδοση τα 21 μέτρα, από τα 11 μέτρα του 1896; Δεν θα περνιόταν για τρελός, όποιος πίστευε ότι η επίδοση της δισκοβολίας, από τα 29 μέτρα του 1896, θα υπερέβαινε τα 69 το 1996;
Μέχρι και αυτή, η Ολυμπιακή φλόγα, πότε με την βοήθεια της τεχνολογίας και πότε με τις ανεξάντλητες επινοήσεις των σκηνοθετών, γίνεται μια φαντασμαγορική θεά που μαγεύει τους πάντες. Μέσα από αυτή την άμυλα και τον ανταγωνισμό, οι αγώνες εμπλουτίζονται με καινούργια αθλήματα και, όλο και περισσότεροι αθλητές λαμβάνουν μέρος. Το 2000, στην Αυστραλία, πάνω από 10.000 άτομα αγωνίστηκαν. Στην Αθήνα το 2004 λίγο έλειψε να περάσουν τις 15.000 οι αθλητές που αγωνίστηκαν. Η γιορτή της ανθρωπότητας, όπως ακριβώς την είχαν συλλάβει από παλιά γίνεται πραγματικότητα. Δικαιώνονται οι προσπάθειες των Κουμπερτέν, Βικέλα και τόσων άλλων για την αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων, ως μια ακόμα προσπάθεια επαναπροσέγγισης των ανθρώπων. Εκεί προσβλέπουμε όλοι με ελπίδα.