ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ξεκίνησα το πρωί, πριν χαράξει. Ήμουνα ζεστός ακόμη από το στρωσίδι μου. Ζεστός και γεμάτος λαχτάρα για ζωή και γνώση. Πεινούσα…
Ξεκίνησα χωρίς πρωινό. Δεν μου έδωσε κανείς πρωινό. Δεν βρήκα στρωμένο τραπέζι. Οι γονείς μου… αλήθεια… κι’ αυτοί δεν βρήκαν.
Έψαχνα να βρω κάτι να φάω. Κάτι να σταθώ. Κάτι να διατηρήσει την ζέστη μου.
Την λαχτάρα μου.
Το κρύο άρχισε να με περονιάζει. Τα ρούχα μου ήταν λειψά, φτωχά, άχρωμα τσίτια και αλατζάδες… ποιας αγοράς… και πότε ψωνισμένα.
Η ώρα περνούσε. Το κρύο δυνάμωνε. Σε λίγο είχε αρχίσει να βρέχει. Μετά να χιονίζει… Μετά έπεσε μία βαριά ομίχλη και δεν έβλεπα που πήγαινα.
Οι τρύπιες τσέπες μου δεμένες με σπάγκο. Τα τρύπια παπούτσια μου, με παλιοχάρτονα μέσα και εφημερίδες, γέμιζαν νερά.
Δεν βρήκα πουθενά απάγκιο. Η πείνα μου δυνάμωνε. Θόλωνε το μυαλό μου.
Στάθηκα κάτω από ένα τσίγκινο περβάζι, σκουριασμένο, έτοιμο ν’ αφήσει εκείνη την στιγμή την τελευταία του πνοή.
Ξαναψάχτηκα για Πέμπτη ή έκτη αν θυμάμαι φορά.
Γύριζα το μυαλό μου παντού. Τελικά το σταμάτησα. Πονούσε.
Πέρασε ένα αυτοκίνητο και μου πέταξε στα μούτρα λάσπες και βρομόνερα.
Κοίταξα τον Θεό.
Η ώρα θα ήταν πάνω-δώδεκα ή μία. Δεν είχε σημασία. Για μένα οι ώρες δεν έχουν σημασία.
Να είχα τουλάχιστον μερικές δεκάρες…
Ένας παγωμένος, άπονος αέρας με χαστούκισε. Μύριζε πετρέλαιο, πίσσα, ή κάτι άλλο ακαθόριστο.
Μία ακόμη μέρα…
Από μακριά ακουγόταν ένας ψαλμός. Από μπροστά μου πέρασε μία παρέα.
Ένας χοντρός ροδοκόκκινος άντρας με πάτησε.
Θεέ μου!.. δεν αισθάνθηκα πόνο.
Μετά ο ψαλμός άρχισε να ξεκαθαρίζει.
Ένοιωσα καυτά δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια μου, την ψυχή μου.
Παραμονή Χριστουγέννων.
Θεέ μου πάρε με μαζί σου. Θέλω να πεθάνω. Θέλω να πεθάνω.
Κοίταξα καλύτερα τα λασπόνερα που έτρεχαν μπροστά στα πόδια μου.
Μα ναι. Ήταν ένα χρυσό νόμισμα.
Το πήρα στα χέρια μου, σαν ψυχή μικρού κυνηγημένου πουλιού.
Έπειτα συνήλθα… Αν με είχαν δει; Αν με είχε δει κανένας να σηκώνω το λασπωμένο νόμισμα;… Δεν ήταν δικό μου… ΟΧΙ… ΟΧΙ… Όμως πεινούσα… Έπεσα στα γόνατα…
Το χιόνι με κτυπούσε αλύπητα… – Θεέ μου συχώρεσε με…. Ίσως αυτό το νόμισμα…
Ίσως να ήταν για κάποιο φάρμακο…
Έπαιρνε σιγά- σιγά το σούρουπο. Έβλεπα μπροστά μου τρεις λαμπρούς καβαλάρηδες… Μου έγνεφαν να πάω κοντά… ΟΧΙ… Δεν μπορεί… δεν μπορεί. Δεν τρελαίνεται ένα χαμίνι οκτώ χρονών. Δεν τρελαίνεται τουλάχιστον την ημέρα των γενεθλίων του.
Έτριψα με το λιωμένο μανίκι μου τα μάτια μου. Ο ένας γέλασε. Μετά χάθηκαν.
Θα έψαχνα στα σκουπίδια όπως κάθε μέρα. Ίσως να έβρισκα κάτι… Ίσως να έβρισκα και κανένα μικρό βιβλιαράκι με παραμύθια και ζωγραφιές.
Άρχισε πάλι να χιονίζει. Σκοτείνιαζε. Από μακριά ξεκαθάρισα.
‘’Εν ανθρώποις ευδοκία‘’
Πεινούσα… Πόναγα… Κρύωνα…
Τα μάτια μου άρχισαν να με καίνε. Μετά θυμήθηκα το νόμισμα.
Έτρεξα σαν κυνηγημένος με το νόμισμα στα χέρια μου. Ζαλιζόμουν.
Έβλεπα γύρω μου τα σπίτια, τα δέντρα, τα αυτοκίνητα. Θέλανε όλα να πέσουν επάνω μου, να μου το πάρουν.
Θέλανε όλα να καταπιούν το νόμισμά μου.
Γλίστρησα δύο- τρεις φορές πάνω στο παγωμένο χιόνι.
Η ανάσα μου έβγαινε σαν χαρούμενο κλάμα ανάμικτο μαζί με φόβο.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ με ένα νόμισμα που δεν ήταν δικό μου.
Όμως ΟΧΙ. Σήμερα ΟΧΙ!
Δεν θα έψαχνα στα σκουπίδια. Έστω και αν δεν έβρισκα παραμύθια με ωραίες εικόνες.
Δεν θα έψαχνα στα σκουπίδια.
Ούτε θα μάζευα το σουσάμι από τον ταβλά του κυρ Σταύρου του κουλουρά.
Σήμερα είναι ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
Σήμερα θα φάω.
Σήμερα έγινα οκτώ χρονών!
Τα σημερινά Χριστούγεννα δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.-
Μιχάλης Αβούρης