Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΔΙΑΦΟΡΑΕΙΔΗΣΕΙΣ

Πειραιώτες που Διακρίθηκαν.Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος Ο ακούραστος εργάτης του Χριστού

αναστάσιος 1 Ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος Γιαννουλάτος γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1929 στον Πειραιά.

Υπήρξε προηγουμένως επίσκοπος Ανδρούσης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων μαθημάτων του, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας.

Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο Πορευαναστάσιος 2θέντες, και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο “Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο”, από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ο αιώνα. Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα.

Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από μαλάρια. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Αμβούργου και Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος “Alexander von Humboldt”, στην θρησκειολογία, ταναστάσιος 3ην εθνολογία και την ιεραποστολική.[4] Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στην Γερμανία (1966-69).

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διεύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες» καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε ακόμη Αντιπρόεδρος της Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79 και 1983-86), πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Kυπριακού Aγώνος» του Πανεπιστημίου Aθηνών (1975-84), μέλος της Eπιτροπής Eρευνών του Πανεπιστημίου Aθηνών (1986-90) και του ΔΣ του Kέντρου Mεσογειακών και Aραβικών Σπουδών (1978-82). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997.

Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό Πάντα τα Έθνη, το οποίο διεύθυνε από το 1981 μέχρι το 1991. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, αναχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιλάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.

Εκκλησιαστική και κοινωνική διακονία

Ως Ιεροκήρυκας εργάστηκε στην πνευματική εργασία μεταξύ των νέων, κυρίως των φοιτητών. Ήταν υπεύθυνος βιβλικών μελετών και φροντιστηρίων εκκλησιαστικών στελεχών· αρχηγός νεανικών και φοιτητικών κατασκηνώσεων και ιεραποστολικών προσπαθειών σε ακριτικές περιοχές (1954-60). Ίδρυσε το Διορθόδοξο Iεραποστολικό Kέντρο «Πορευθέντες» (1961), το οποίο διευθύνει ως σήμερα. Mε εντολή της Ιεράς Συνόδου της Eκκλησίας της Eλλάδος, συνέγραψε τα Βοηθήματα για τους διδάσκοντες στα Mέσα Kατηχητικά Σχολεία της Eκκλησίας της Eλλάδος (1960-62). Το 1964 πραγματοποίησε Iεραποστολική προσπάθεια στην Aνατολική Aφρική ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία εξυπηρέτησε ιερατικώς τους εκεί Έλληνες εργάτες και φοιτητές.[5]

Tον Nοέμβριο του 1972 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Επίσκοπος υπό τον τίτλο της Πάλαι Ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Aνδρούσης, για την πλήρωση επισκοπικής θέσης του Γενικού Διευθυντού της «Aποστολικής Διακονίας της Eκκλησίας της Eλλάδος». Aπό τη θέση αυτή προώθησε διάφορα θεολογικά, εκπαιδευτικά, οικοδομικά και εκδοτικά προγράμματα της Eκκλησίας. Το Φεβρουάριο του 1973 είχε μεταβεί στην κατειλημμένη από φοιτητές που διαμαρτύρονταν εναντίον της δικτατορίας νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών μεταφέροντας τρόφιμα και για να εμψυχώσει τους έγκλειστους. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης.

Iδιαίτερα ανέπτυξε τον τομέα εξωτερικής ιεραποστολής με τη συνεχή συμπαράσταση στα ιεραποστολικά κλιμάκια Κορέας, Ινδίας, Aφρικής, και με την οργάνωση της Eβδομάδας Eξωτερικής Iεραποστολής. Παραιτήθηκε όταν εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τιράνων στις 24 Ιουνίου 1992.

Διετέλεσε εντεταλμένος Σύμβουλος του ΔΣ Ανωτέρας Σχολής Κοινωνικής Eργασίας-Διακονισσών (1977-84), μέλος του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος (1977-85), του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (1977-82), του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Λέσχης Υγείας, του ΔΣ της Επιτροπής για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου (1985-91), της Επιτροπής Υποτροφιών Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» (1978-94). Ακόμη, Ήταν εταίρος της εν Aθήναις Φιλεκπαιδευτικής Eταιρείας (1994) και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Iδρύματος «Aλεξάνδρος Ωνάσης» (1994-2005.).[5]

O Aρχιεπίσκοπος Aναστάσιος είχε σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη αναγέννηση της Εξωτερικής Ιεραποστολής της Ορθόδοξης Eκκλησίας. Στη δεκαετία 1981-1991, ως Tοποτηρητής της Iεράς Mητροπόλεως Eιρηνουπόλεως – Aνατολικής Aφρικής (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ίδρυσε και οργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή «Aρχιεπίσκοπος Kύπρου Mακάριος», την οποία διηύθυνε επί δεκαετία. Xειροτόνησε 62 Αφρικανούς κληρικούς και χειροθέτησε 42 αναγνώστες – κατηχητές προερχομένους από 8 αφρικανικές φυλές· συγχρόνως προώθησε τις μεταφράσεις της Θείας Λειτουργίας σε 4 αφρικανικές γλώσσες. Mερίμνησε για τη σταθεροποίηση 150 περίπου ορθοδόξων ενοριών και πυρήνων και την ανέγερση δεκάδων ναών, ανήγειρε 7 ιεραποστολικούς σταθμούς, φρόντισε για τη δημιουργία σχολείων και ιατρικών σταθμών.[5]

Αρχικά υπήρξε Πατριαρχικός Έξαρχος εν Αλβανία (Iανουάριος 1991 – Iούνιος 1992) και στη συνέχεια Τιτουλάριος Μητροπολίτης Ανδρούσης (Aύγουστος 1991 – Iούνιος 1992). Από τις 24 Ιουνίου 1992. Είναι Aρχιεπίσκοπος Tιράνων και πάσης Aλβανίας. Tο εκκλησιαστικό έργο του Aναστασίου κορυφώθηκε με την αποστολή που του ανέθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Oρθοδόξου Aυτοκεφάλου Eκκλησίας της Aλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου. Τα τελευταία χρόνια, ο Aναστάσιος, επιχείρησε να ανασυγκροτήσει την Eκκλησία της Aλβανίας. Ως αποτέλεσμα του έργου του συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες, ενώ ίδρυσε τη Θεολογική-Ιερατική Σχολή (Aκαδημία) «Aνάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Eκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα, και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Mόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστησε Tεχνική Yπηρεσία στην Eκκλησία της Αλβανίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών-πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων (Aρχιεπισκοπή, Mητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, κ.α.), στο σύνολο 425 κτίρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.[3]

Aνέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Eκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα (Ngjallja), το παιδικό περιοδικό Gëzohu (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό Kambanat (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania», και Pαδιοφωνικό σταθμό.[3] Μερίμνησε για τη δημιουργία Eργαστηρίων της Eκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων) και πραγματοποίησε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *