Το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος
Τὸ 1735 ἱδρύθηκε τὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ εἶναι ἡ σημερινὴ
ὁμώνυμη ἐκκλησία, πάνω σχεδὸν στὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου ναοῦ τῆς Ἀφροδίτης.
Τὸ μοναστήρι αὐτὸ ἦταν ὀχυρωμένο μὲ γεροὺς τοίχους, ἀπόρθητες ἐπάλξεις καὶ ἀρκετὲς πολεμίστρες. Ἡ εἴσοδός του ἦταν θολωτή, μὲ διπλὲς καὶ γερὲς πόρτες, τὸ δὲ διάκενο ποὺ μεσολαβοῦσε ἀνάμεσα στὶς δύο, ἦταν ἀδιάβατο γιὰ τοὺς ξένους, γιατί στὸ κέντρο τοῦ θόλου ὑπῆρχε μιὰ τρύπα ἀπ’ ὅπου οἱ καλόγεροι τοῦ Μοναστηριοῦ, ζεματοῦσαν μὲ βραστὸ λάδι καὶ καυτὸ μολύβι, αὐτοὺς ποὺ θὰ προσπαθοῦσαν νὰ μποῦν μὲ τὴν βία στὴν Μονή.
Ὅλη ἡ πειραϊκὴ χερσόνησος ἀποτελοῦσε κτῆμα της, ἢ ἀλλιῶς, βακούφι της. Ἐπίσης εἶχε ἀρκετὰ μετόχια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ γνωστότερο βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ Καραβᾶ, τοῦ ὁποίου ὁ μετοχιάρης, συμμετεῖχε στὶς συνελεύσεις τῶν κατοίκων της, γιὰ τὴν ἐκλογὴ τῆς Δημογεροντίας ἢ γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο πρόβλημα ἢ ἀνάγκη προέκυπτε.
Ἡ μονὴ ἐνίσχυε συνεχῶς τὸ κύρος της μέχρι ποὺ τὸ 1767 ἔγινε σταυροπηγιακή.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ὁ Πειραιᾶς ἔγινε θέατρο πολεμικῶν συγκρούσεων τὸ κρίσιμο ἔτος τοῦ 1827, ὅπου μετὰ τὴν κατάληψη τοῦ λόφου τῆς Καστέλλας ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Σκωτσέζο φιλέλληνα συνταγματάρχη Gordon, οἱ Τοῦρκοι ὀχυρώθηκαν στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα.
Κατὰ τὸ δίμηνο Μαρτίου – Ἀπριλίου τοῦ 1827, οἱ ἑλληνικὲς στρατιωτικὲς δυνάμεις πολιόρκησαν τὴν μονή, καὶ μετὰ ἀπὸ ἀνηλεὴ βομβαρδισμό, ἀνάγκασαν τοὺς πολιορκημένους Τουρκαλβανοὺς νὰ παραδοθοῦν.
Ἦταν τόσο γερὸ τὸ μοναστήρι ὥστε, ἄντεξε καταπληκτικὰ τὸ 1827, στὸν βομβαρδισμὸ ποὺ ἔκανε ἐπὶ δύο ἡμέρες κατὰ τὴν Ἐπανάσταση ὁ ναύαρχος Ἄστιγξ μὲ τὰ πολεμικὰ «Καρτερία» καὶ «Ἑλλάς». Ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, πέρασαν μεταξὺ ἄλλων, τρεῖς ἡγούμενοι, ἕνας μὲ τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἄλλος, ὁ Νικηφόρος Γαβριήλ, καὶ τρίτος, ὁ Συμεὼν Μαρμαροτούρης. Ὁ Μαρμαροτούρης, συνεργάστηκε μὲ διάφορους δημογέροντες, τὸν Νικ. Τυρναβίτη, Λογοθέτη, καὶ ἄλλους, γιὰ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν Ἐπανάσταση.
Στὸ μοναστήρι αὐτὸ, τὸν ἀγωγὸ τοῦ νεροῦ τὸν εἶχε κατασκευάσει μὲ δικά του χρήματα ὁ ἱδρυτής τῆς ὁμώνυμης Σχολῆς, Γιάννης Ντέκκας. Μάλιστα, στὴν διαθήκη του ποὺ ἔγινε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1757 «μπροστὰ στὸν Δημόσιο Συμβολαιογράφο Μπονεφάτσιο» καὶ ποὺ διαβάστηκε πέντε χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν κηδεία του, ἄφηνε στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τὰ ἐξῆς χρήματα, καὶ ἐντολές:
«Τετρακόσια δουκάτα γιὰ νὰ ἀγοράσουν οἱ ἐπίτροποι ἕνα ὑποστατικό, ἀπὸ τὰ χρήματα τοῦ ὁποίου θὰ διατηροῦνε καθαρὴ καὶ σῶα τὴν σωλῆνα ποὺ φέρνει νερὸ στὸ μοναστήρι. Καὶ ὅτι ἀπομείνη ἀπὸ τὸ περίσευμα τοῦ ὑποστατικοῦ, νὰ ξοδεύεται γιὰ τὸν ἐξωραϊσμὸ τοῦ μοναστηρίου». Ἐπίσης, ἔκανε διάφορες συστάσεις γιὰ τὸν ὑδραγωγό, καὶ εἰδικὰ γιὰ τὸν ἐπιστάτη «ἐπειδὴ τὸ νερὸ εἶναι ἀγαθὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπομένως,ὠφέλιμο γιὰ ὅλους»! Καί, τελειώνοντας, ἔγραφε: «..ἄν δὲν κάνει αὐτὰ ποὺ γράφω, θὰ δώση λογαριασμὸ στὸν κριτὴ Θεό γιὰ τὰ τετρακόσια δουκάτα»!
Ὅταν διαλύθηκε τὸ μοναστήρι, ἔμειναν στὰ χέρια τοῦ ἡγουμένου Συμεών μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔγινε ὁλόκληρη ἀλληλογραφία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἐπαρχιακοῦ διευθυντὴ τῆς Ἀττικῆς.
Τὰ πράγματα ποὺ παρακρατοῦσε ὁ Συμεὼν Μαρμαροτούρης ἦταν, ἕνα Εὐαγγέλιο, δύο σταυροί, τέσσερα καντήλια ἀργυρά, δύο πετραχείλια χρυσά, καὶ διάφορα ἄλλα εἴδη. Τελικά, τὰ κειμήλια αὐτά, τὰ πῆρε ἀργότερα ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος.
Μὲ τὴν διάλυση τοῦ μοναστηριοῦ – ὅπως καὶ ἄλλων μοναστηριῶν τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου – τὸ 1833, κρατικοποιήθηκε ἡ περιουσία του καὶ ὁ βασιλιᾶς Ὄθωνας, ἔχτισε νέο ναὸ στὴν θέση τῆς ἐρειπωμένης μονῆς, τὸ 1836.
Ὡς ἀντίδωρο γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς πάλαι ποτὲ μονῆς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, ἀνακήρυξε τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, πολιοῦχο τοῦ Πειραιᾶ.
Ὁ νέος ναὸς κτίστηκε ἐπὶ δημαρχίας Δημ. Μουτσοπούλου κατὰ τὰ ἔτη 1868-75 στὰ θεμέλια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος (11ο/12ο αἰ.). Ἡ Μονή, εἶχε τὸ προσωνύμιο «τοῦ Δράκου» καὶ ὁ ἑκάστοτε ἡγούμενός της, χαρακτηριζόταν ὡς «Σπυριδωνίτης».
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος ἦταν πλούσιο μοναστήρι, ὀχυρωμένο, γιὰ τὸν φόβο τῶν πειρατῶν (καστρομονάστηρο). Τὸ 1835 ὁρκίστηκαν στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, οἱ πρῶτες Δημοτικὲς Ἀρχὲς τοῦ Πειραιᾶ. Ὅταν ἡ Ἀθήνα ἔγινε πρωτεύουσα τοῦ Κράτους, ὁ Μιαούλης θέλησε νὰ χτίσει σπίτι, κοντὰ στὴν θάλασσα. Τὸ μόνο σημεῖο στὸν Πειραιᾶ ποὺ δὲν εἶχε ἔλη, ἦταν ἡ περιοχὴ τῆς Μονῆς. Οἱ ἐργολάβοι ἔβλεπαν στὸν ὕπνο τους ἕναν μοναχὸ ὁ ὁποῖος τοὺς ρωτοῦσε «γιατί τοῦ ἔκλειναν τὸ σπίτι» καὶ ἀρνοῦνταν νὰ συνεχίσουν τὶς ἐργασίες, ὁπότε ὁ Μιαούλης, ἀναγκάστηκε νὰ κτίσει τὸ σπίτι μόνος του. Λίγο πρὶν τελειώσει, πολλοὶ Πειραιῶτες εἶδαν στὸν ὕπνο τους τὸν μοναχὸ ὁ ὁποῖος τοὺς προειδοποιοῦσε ὅτι ὁ ἰδιοκτήτης του, δὲν θὰ προλάβει νὰ κατοικήσει σ’ αὐτό. Ὁ Μιαούλης πέθανε στὶς 11 Ἰουνίου 1835, καὶ δὲν πρόλαβε νὰ κατοικήσει στὸ σπίτι.
Ἡ ὁδὸς Ἁγίου Σπυρίδωνος ἦταν γνωστὴ παλιὰ ὡς, «γιαχνὶ σοκάκι» ἀπὸ τὰ πολλὰ οἰνομαγειρεῖα.