Ποτέ δεν είναι αργά
Η Μαντλέν ήταν 60 ετών όταν εισήχθη στο νοσοκομείο Σαίντ Μπένεντικτ της Νέας Υόρκης και αποτέλεσε ένα από τα περιστατικά του Oliver Sacs (καθηγητή νευρολογίας και ψυχιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κολούμπια). Ήταν τυφλή εκ γενετής και έπασχε από μια παιδική εγκεφαλική παράλυση. Από όταν θυμόταν τον εαυτό της την περιποιούνταν η οικογένειά της στο σπίτι.
Τα χέρια της ήταν αδρανή, ανενεργά. Δεν είχαν αντιληπτική ικανότητα, δεν έκαναν ενεργητικές κινήσεις αναζήτησης, δεν ψηλαφούσαν. Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε με εξετάσεις, η αισθητικότητά τους ήταν άθικτη: καταλάβαιναν την θερμοκρασία, τον πόνο, την ελαφριά επαφή.
Ο γιατρός σκέφτηκε ότι το παράδοξο οφειλόταν στην υπερπροστασία της Μαντλέν από μωρό. Πάντα την τάιζαν, δεν είχε αυτοεξυπηρετηθεί ποτέ, δεν χρησιμοποιούσε μόνη της την τουαλέτα, δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ τα χέρια της. Τα χέρια της δεν είχαν μνήμη.
Χρειαζόταν μια ώθηση. Δόθηκε οδηγία στο νοσηλευτικό προσωπικό να μην την εξυπηρετεί ακαριαία, με την προθυμία που μέχρι τότε έδειχναν.
Ο δίσκος με το πρωινό τοποθετήθηκε λίγο πιο μακριά εκείνη τη φορά. Η Μαντλέν ανυπόμονη, έκανε μια κίνηση να πιάσει ένα κουλουράκι. Αυτή ήταν η πρώτη της χειρωνακτική πράξη μέσα σε 60 χρόνια, η πράξη «που σηματοδότησε τη γέννησή της ως κινητικό άτομο, η πρώτη φορά που αντιλήφθηκε κάτι με τα χέρια της, σημαίνοντας ταυτόχρονα τη γέννησή της ως αντιληπτικό άτομο».
Ύστερα απ’ αυτό η πρόοδος ήταν πολύ γρήγορη. Ήταν μια γυναίκα ασυνήθιστης ευφυΐας και παιδείας. Ήταν τυφλή εκ γενετής και δεν είχε οπτικές παραστάσεις. Άρχισε να εξερευνά με τα χέρια της ολόκληρο έναν κόσμο αντικειμένων, με τη δυνατή ευχαρίστηση ότι γνωρίζει έναν κόσμο γεμάτο μυστήριο, μαγεία και ομορφιά.
Μετά τα αντικείμενα, άρχισε να εξερευνά τα πρόσωπα. Δεν ήταν μια απλή αναγνώριση. Όπως λέει ο Oliver Sacs, «ένιωθε κανείς ότι δεν ήταν απλώς τα χέρια μιας τυφλής γυναίκας που εξερευνούσε αλλά τα χέρια ενός τυφλού καλλιτέχνη, ενός στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος που μόλις είχε ανοιχτεί στην αισθησιακή και πνευματική πραγματικότητα του κόσμου».
Άρχισε να πλάθει κεφάλια και ανθρώπινες μορφές και μέσα σ’ έναν χρόνο ήταν μια τοπική διασημότητα γνωστή ως η Τυφλή Γλύπτρια του Σαίντ Μπένεντικτ.
Ποιος θα τολμούσε να ονειρευτεί, λέει ο Sacs, ότι οι στοιχειώδεις δυνατότητες αντίληψης που δεν είχαν αποκτηθεί στους πρώτους μήνες της ζωής θα μπορούσαν να αποκτηθούν στο εξηκοστό έτος της ζωής του; Ότι σ’ αυτή την τυφλή, παράλυτη γυναίκα, αδρανοποιημένη και υπερπροστατευμένη σε όλη της τη ζωή, υπήρχε ο σπόρος μιας εκπληκτικής καλλιτεχνικής ευαισθησίας που θα φύτρωνε και θα άνθιζε, αφού είχε παραμείνει σε ύπνωση και μαρασμό για εξήντα χρόνια;
Τα συμπεράσματα προφανή για τις εν υπνώσει και λανθάνουσες δυνατότητές μας ανεξάρτητα ηλικίας.