Γειτονιές του Πειραιά
Το πάλε ποτέ κοσμοπολίτικο Νέο Φάληρο
Κέντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά και παραθεριστικός τόπος για Έλληνες και ξένους ήταν το Νέο Φάληρο την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ήταν η «belle epoque» για το παραθαλάσσιο προάστιο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει η άμεση σύνδεση της ανάπτυξης του Νέου Φαλήρου με την εξέλιξη του μετέπειτα ηλεκτρικού σιδηρόδρομου, που μοιάζει να… τράβηξε την περιοχή και, από μια ερημιά με δύο-τρία εργοστάσια και μερικές σούδες (χαντάκια με βρόμικα νερά), τη μετέτρεψε σε ένα κοσμοπολίτικο θέρετρο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κίνηση αρχίζει να αυξάνει και μαζί να αναπτύσσεται η περιοχή από το 1882, οπότε φτιάχτηκαν δύο πρόχειροι σταθμοί στο Φάληρο και στο Μοσχάτο αντίστοιχα.
Πάντως, η… ληξιαρχική πράξη της δημιουργίας των λουτρών του Φαλήρου έχει ημερομηνία 8 Ιανουαρίου 1869.
Εκείνη την ημέρα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως νόμος, που επιτρέπει στον Άγγλο Εδουάρδο Πίκεριγκ «να κατασκευάσει εν τω όρμω Φαλήρου θαλάσσια λουτρά, και συνδέσει αυτά μετά της απ’ Αθηνών εις Πειραιά γραμμής διά σιδηροδρόμου».
Το έργο της δημιουργίας των λουτρών ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1869 και ενώ από τις 27 Φεβρουαρίου είχε ξεκινήσει δρομολόγια ο ατμοκίνητος σιδηρόδρομος μεταξύ Θησείου και Πειραιά.
Παράλληλα, η εταιρεία του σιδηροδρόμου κατασκευάζει το «Μέγα Ξενοδοχείο» ή «Grand Hotel», ενώ αρχίζουν, σταδιακά, να χτίζονται και τα πρώτα σπίτια, όπως του Γιαννόπουλου, που αργότερα θα κατεδαφιστεί για να χτιστεί στο ίδιο οικόπεδο το εμβληματικό ξενοδοχείο «Ακταίον».
Πάντως, τα πρώτα χρόνια η επιβατική κίνηση ήταν ελάχιστη και το τρένο μετέφερε κυρίως εμπορεύματα.
Η στάση στο Νέο Φάληρο δεν ήταν κανονική, καθώς δεν υπήρχε καν σταθμός.
«Φανταστείτε δυο-τρία σπίτια, κάποιο “καφενείο” για τους ψαράδες και πολλή ερημιά!»
Ωστόσο, όπως πολύ σωστά είχαν εκτιμήσει οι επιτελείς της εταιρείας του σιδηρόδρομου, η ανάπτυξη του Φαλήρου θα σήμαινε και αύξηση της επιβατικής κίνησης του σιδηρόδρομου.
Έτσι, όταν τον Φεβρουάριο του 1879 ο σιδηρόδρομος μεταβιβάστηκε στην ιδρυθείσα, από όμιλο μετόχων της Βιομηχανικής Τράπεζας, Ανώνυμη Εταιρεία του «Απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου» (ΣΑΠ Α.Ε.), οι κινήσεις ανάδειξης του Φαλήρου εντάθηκαν.
«Η νέα αύτη Εταιρία μετεσκεύασε το εν Φαλήρω κτίριον του ξενοδοχείου και διά προσθήκης νέας οροφής έχει λαμπρόν κτήμα με τριάκοντα επτά δωμάτια, αίθουσα υπερμεγέθη δυνάμενην να συμπεριλάβη διά γεύμα διακόσια άτομα, προσέτι ηύξησε τα παραπήγματα των θαλασσίων λουτρών Φαλήρου».
Εκτός από τη μεγάλη μετασκευή του ξενοδοχείου, το οποίο στην ακμή του (1912) διέθετε 200 δωμάτια, η εταιρεία προχώρησε το έργο ηλεκτροφωτισμού της πλατείας, έχτισε το θεατράκι του Νέου Φαλήρου (1885) έπειτα από μια καταστροφική πυρκαγιά και ανέλαβε να μετακαλεί από την Ευρώπη αξιόλογους θιάσους.
Σημαντικό βήμα για την ανάπτυξη του Φαλήρου υπήρξε η δημιουργία ενός πρόχειρου σταθμού το 1892 και πέντε χρόνια αργότερα η κατασκευή κανονικού σταθμού, περίπου στη σημερινή θέση του.
Αργότερα, στο εργοστάσιο του σιδηροδρόμου, στον Πειραιά, θα κατασκευαστεί η μεγάλη εξέδρα, που θα τοποθετηθεί, το 1891, στην παραλία και θα παίζει εκεί μουσική η στρατιωτική μπάντα.
Το πρώτο κοσμικό θέρετρο έχει δημιουργηθεί και αρχίζει να συρρέει «κόσμος και κοσμάκης», όπως γράφουν οι εφημερίδες.
Ταυτόχρονα αρχίζουν να κατασκευάζονται βίλες, από τις οποίες κάποιες διετίθεντο για ενοικίαση.
Από το 1887 το Φάληρο είχε γεμίσει κέντρα, όπως η «Ταραντέλα», ο «Χρυσός Γάτος», η «Μπομπονιέρα» κ.ά., ενώ τα σπίτια που έχουν κατασκευαστεί ξεπερνούν τα 100.
Η κατασκευή του ποδηλατοδρόμιου, επίσης με έξοδα της σιδηροδρομικής εταιρείας, στη θέση που βρίσκεται το γήπεδο «Γ. Καραϊσκάκης», για τις ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (1896), έδωσε ακόμα μια ώθηση στο θέρετρο.
Τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα το Νέο Φάληρο ήταν πια μόδα.
Το 1898 το Ν. Φάληρο διαθέτει ξενοδοχεία, καφενεία και ζαχαροπλαστεία και 7 εστιατόρια, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν το «Μέγα Εστιατόριον» στο μεγάλο ξενοδοχείο και το εστιατόριο του Γ. Τσελεμεντέ, θείου του πρώτου Ελληνα αρχιμάγειρα του 20ού αιώνα και συγγραφέα του πρώτου οδηγού μαγειρικής Νικόλαου Τσελεμεντέ. Επίσης, υπήρχαν 10 μαγειρεία.
«Ναυαρχίδα» της «belle epoque» του Νέου Φαλήρου υπήρξε το εντυπωσιακό ξενοδοχείο «Ακταίον», που κατά της δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν το κέντρο της αθηναϊκής κοσμικής ζωής.
Πριν ακόμα ολοκληρωθούν οι εργασίες, το «Ακταίον» άρχισε να φιλοξενεί εκδηλώσεις και να εντυπωσιάζει… Η πρώτη εκδήλωση γίνεται στις 19 Μαΐου 1903 και είναι μια καλλιτεχνική έκθεση της Μουσικής Εταιρείας Πειραιώς.
«Το “Ακταίον” ήτο εξόχως σημαιοστολισμένον, η είσοδος αυτού μέχρι της αιθούσης, στολισμένη εξ ανθέων, ήτο μια αληθής μαγεία», έγραφε η ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Χρονογράφος».
Όμως, ως επίσημη «πρώτη» του πενταώροφου ξενοδοχείου των 160 δωματίων καταγράφεται η 1η Ιουνίου 1903. Εκείνη τη μέρα, στο μεγάλο εστιατόριο παίζει η μπάντα του ρωσικού στόλου, που ορισμένα πλοία του βρίσκονταν στο Φάληρο, ενώ παρατίθεται γεύμα σε 200 Ρουμάνους φοιτητές, που βρίσκονταν στην Ελλάδα, στο πλαίσιο Διεθνούς Έκθεσης, στο Ζάππειο.
Από την είσοδο ξεκινούσε ένας κυλινδρικός διάδρομος. Στις δύο πλευρές υπήρχαν διάφορες αίθουσες, διακοσμημένες με διαφορετικό στιλ η καθεμία.
Αριστερά, ήταν το καπνιστήριο. Μια «αραβική αίθουσα» με επίπλωση του Καΐρου, με χάλκινα αντικείμενα της Αλεξάνδρειας, με παραπετάσματα της Κωνσταντινούπολης και χαλιά Σμύρνης ενώ τριγύρω υπήρχαν ευρύχωρα και χαμηλά ντιβάνια.
Απέναντι υπήρχε η «αίθουσα της Πομπηίας», με πιστότατη διαρρύθμιση των σπιτιών της ιταλικής πόλης και ακολουθούσε η «ελληνική αίθουσα», στην οποία δέσποζαν τα αγάλματα του μυθικού Πάρη και των Τριών Χαρίτων.
Παραδίπλα υπήρχε ένα κομμωτήριο γυναικών και ακόμα δύο ξεχωριστά σαλονάκια για αλληλογραφία και αναγνωστήριο, αντίστοιχα.
Στο τελευταίο υπήρχαν καθημερινά ελληνικές και ξένες εφημερίδες και περιοδικά.
Ακόμα, υπήρχε η αίθουσα του εστιατορίου, χωρητικότητας 200 ατόμων, με εξέδρα για τη μουσική και πανάκριβα επιτραπέζια σκεύη.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η αίθουσα των εορτών, με θέα στη θάλασσα, διάφορα αγάλματα και μια σειρά από παιγνίδια.
Κατά τον Μεσοπόλεμο διαμορφώθηκε ένα μέρος της σε καζίνο. Ένα από τα παιχνίδια της πρώτης περιόδου που περιγράφεται είναι ένα είδος ρουλέτας.
Για όσους προτιμούσαν να μη βρίσκονται ανάμεσα στον κόσμο υπήρχε εξώστης, με αναπαυτικά καθίσματα.
Τα 160 δωμάτια του ύπνου είχαν αγγλική επίπλωση, ενώ δύο αναβατόρια οδηγούσαν στην εντυπωσιακή ταράτσα, με θέα στον Σαρωνικό και σε ολόκληρη την Αττική.
Ακόμα, το ξενοδοχείο διέθετε σφαιριστήριο, με αγγλικό και γαλλικό μπιλιάρδο, στην πίσω αυλή ένα στεγασμένο γήπεδο τένις (Λον Τένις) ενώ στην ανατολική πλευρά υπήρχε ένας θαυμάσιος κήπος.
Παρ’ όλα αυτά, από τις πρώτες ημέρες καταγράφονται και σοβαρές παραλείψεις.
Έτσι, σύμφωνα με ρεπορτάζ των εφημερίδων, ο αστίατρος που έκανε, στα τέλη Ιουλίου, έλεγχο στα εστιατόρια του Νέου Φαλήρου διαπίστωσε ότι στο εστιατόριο του «Ακταίον» τα μαγειρικά σκεύη ήταν ακασσιτέρωτα ή μη καλώς κασσιτερωμένα (τότε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά χάλκινα μαγειρικά σκεύη, τα οποία έπρεπε συχνά να κασσιτερώνονται, να «γανώνονται», δηλαδή, διότι με τη χρήση το μέταλλο μπορεί εύκολα να διαφύγει σε όξινα τρόφιμα, προκαλώντας τοξικότητα).
Το «Ακταίον» παρέμεινε επί σχεδόν δύο δεκαετίες το επίκεντρο της κοσμικής ζωής της πρωτεύουσας.
Ωστόσο, από τα μέσα του 1920, αρχίζει σταδιακά η παρακμή του, καθώς μετά την Μικρασιατική Καταστροφή χρησιμοποιείται ως κατάλυμα προσφύγων.
Τον Ιανουάριο του 1930 διεξάγονται εκεί τα πρώτα καλλιστεία για την ανάδειξη της «Μις Πειραιεύς» και από το 1935 σε δυο αίθουσές του λειτούργησε, μέχρι το 1956, ο χειμερινός κινηματογράφος «Γκρέκα».
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το κτίριο επιτάχτηκε και βομβαρδίστηκε σε αεροπορικές επιθέσεις.
Τελικά, το μεγαλύτερο τμήμα του κατεδαφίστηκε, στη διάρκεια της χούντας, από τον δοτό δήμαρχο Πειραιά Αριστείδη Σκυλίτση, ενώ την ίδια περίοδο γκρεμίστηκε και το «Μεγάλο Ξενοδοχείο».
Στη θέση του ανεγέρθηκε κτίριο ιδιωτικού θεραπευτηρίου.