Στην Δραπετσώνα μια βραδιά
“….Το ίδιο βράδυ, ο Γιάννης συναντιέται με τον αδελφό του, τον Μίκη. Φυσικά, η Δραπετσώνα γίνεται το κύριο θέμα τής κουβέντας τους. Ξαφνικά, ο Γιάννης καρφώνει τον Μίκη με το βλέμμα. “Αν έγραφες ένα τραγούδι για την Δραπετσώνα…”. Ο Μίκης ζωήρεψε. “Θα το κάνω”.
Κάποια από τις επόμενες μέρες, ο Μίκης οδηγεί στην Πατησίων, πηγαίνοντας στην Κολούμπια, στην Ριζούπολη. Πήχτρα ο δρόμος αλλά ο Μίκης στριφογυρίζει στο μυαλό του την ιδέα μιας μελωδίας για την Δραπετσώνα. Με το που φτάνει έξω από το θέατρο Καλουτά, του έρχεται η επιφοίτηση. Έτσι όπως βρίσκεται στην μέση του δρόμου, καρφώνει το φρένο και βγάζει από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα του για να γράψει το μοτίβο που τού ‘ρθε στο μυαλό πριν το ξεχάσει. Πού να προλάβει να σταματήσει ο φουκαράς που ερχόταν από πίσω; Γκαπ! Απτόητος ο Μίκης συνεχίζει το γράψιμο. Έξαλλος ο από πίσω, βγαίνει βλαστημώντας από τ’ αμάξι του για να ζητήσει εξηγήσεις. Ο Μίκης στην κοσμάρα του. Ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει.
Το ίδιο βράδυ, τηλεφωνεί στον φίλο του, τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. “Τάσο, έγραψα ένα κομμάτι για την Δραπετσώνα και θέλω να τ’ ακούσεις για να βάλεις τους στίχους” – “Να τ’ ακούσω. Πότε;” – “Τώρα”. Κι έτσι, όπως μιλάνε στο τηλέφωνο, αρχίζει να του τραγουδάει την μελωδία. Ο Λειβαδίτης εκστασιάζεται. “Ξαναπέστο”. Το ξαναλέει. “Άστο”. Την άλλη μέρα, ο Λειβαδίτης είχε έτοιμους τους στίχους και ήταν η σειρά τού Μίκη να εκστασιαστεί. Δυο μέρες αργότερα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θα έμπαινε στο στούντιο για να ηχογραφήσει την “Δραπετσώνα”, με συνοδεία τον Μανώλη Χιώτη, που θα έκανε δεύτερη φωνή και θα έπαιζε μπουζούκι:
Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός, / κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός. / Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά, / εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά. / Το `δερνε ο αγέρας κι η βροχή, / μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή. / Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά, / στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά, / κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός, / κάθε παράθυρό του κι ουρανός. / Κι όταν ερχόταν η βραδιά, / μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά.Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά.
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, / στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή. / Κράτα το χέρι μου και πάμε, αστέρι μου, / εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί. / Από τη σελίδα”.