Παραβατική συμπεριφορά
Στις μέρες μας, η λέξη παραβάτης χρησιμοποιείται αντί της λέξης εγκληματίας. Σημαίνει αυτόν που καταπατά τους ποινικούς νόμους ή ακόμη και τους γενικά αποδεκτούς κανόνες μιας κοινωνίας. Ειδικότερα σημαίνει τον ανήλικο από 8 έως 18 ετών συμπληρωμένων, ο οποίος δεν συμμορφώνεται προς τις επιταγές των νόμων (Κ. Σπινέλλη).
Η αλλαγή του όρου έγινε για λόγους νομικούς αλλά και εγκληματολογικούς. Είναι η άποψη των κοινωνιολόγων, που υποστηρίζουν τη λεγόμενη προσέγγιση της επικόλλησης της ετικέτας (labeling). Η επικόλληση της ετικέτας του «εγκληματία» σε έναν ανήλικο τον στιγματίζει, όπως και η επικόλληση της αρνητικής ετικέτας «ψεύτης», «παλιόπαιδο» σε ένα παιδί, που κάθε άλλο παρά το βοηθά να αποβάλει ανάρμοστες συμπεριφορές.
Κανείς δεν γεννιέται παραβάτης, γιατί απλά η παραβατικότητα δεν κληρονομείται.
Η κάποια προδιάθεση δεν οδηγεί σε παραβατική συμπεριφορά. Προδιάθεση δεν σημαίνει παραβατικός προορισμός. Δεν έχει αποδειχθεί η σχέση αιτίου και αιτιατού ή αποτελέσματος, ή παραβατικότητας.
Αν ενταχθεί η συμπεριφορά ενός ατόμου στην κατηγορία των εγκληματιών, η μετέπειτα εγκληματική συμπεριφορά αυτού του ατόμου, που δέχθηκε το χαρακτηρισμό, έρχεται ως επακόλουθο.
Η παραβατικότητα είναι μια σύνθετη συμπεριφορά, που δημιουργείται από πολλούς συντελεστικούς παράγοντες, που αλληλεπιδρούν. Τέτοιοι είναι: οργανικοί – βιολογικοί – γενετικοί, ατομικοί – ενδοψυχικοί, ψυχοκοινωνικοί – οικογενειακοί, περιβαλλοντικοί.
Έχουν προταθεί πολλές θεωρίες για την ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς. Τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί η προσέγγιση της αναζήτησης «παραγόντων κινδύνου», που, τελικά, δεν διαφέρουν από τους προηγούμενους. Η διαφορά έγκειται στο ότι αυτή η προσέγγιση συνοδεύεται από τους λεγόμενους «προστατευτικούς παράγοντες». Σε αυτό μοιάζει με τη θεωρία των «κοινωνικών δεσμών». Η παρουσία τους οδηγεί στην πρόληψη ή την αντιμετώπιση της παραβατικότητας.
Οι παράγοντες κινδύνου ταξινομούνται σε 5 κατηγορίες: οι ατομικοί, οι οικογενειακοί, οι εκπαιδευτικοί, οι συναρτώμενοι με συνομηλίκους, οι συναρτώμενοι με την κοινότητα.
Η παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων αποτελεί συχνά σύμπτωμα της εφηβείας. Οι περισσότεροι έφηβοι πειραματίζονται με διάφορες αντικοινωνικές πράξεις (ψεύδη, σκασιαρχείο, αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου κ.ά.). Η αντικοινωνικότητα ,όμως, δεν εμπεδώνεται και η πλειονότητα των ανηλίκων εξελίσσεται, τελικά, σε νομοταγείς πολίτες.
Η χρήση ουσιών και η παραβατικότητα, σε μεγάλο βαθμό, συναντώνται στη σχολική αποτυχία. Η θεραπευτική, ωστόσο, αντιμετώπιση της εξάρτησης μειώνει, σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, τόσο την παράνομη χρήση όσο και την παραβατικότητα.
Για την πρόληψη της παραβατικότητας, υπάρχουν 2 διαφορετικές προσεγγίσεις:
Α. Οι κοινωνικοί δεσμοί, που χαρακτηρίζονται από 4 στοιχεία: το σύνδεσμο, τη δέσμευση, την προσήλωση και τις αντιλήψεις
Β. Η ισχυροποίηση ή προσπάθεια δημιουργίας «προστατευτικών παραγόντων», σε επίπεδο ατομικό, οικογενειακό, εκπαίδευσης, συνομηλίκων (M. Shader), όπου ως προστατευτικοί παράγοντες αναφέρονται: ο ασφαλής δεσμός, η καλή σχέση με, τουλάχιστον, έναν ενήλικα, η ήπια ιδιοσυγκρασία, η επάρκεια σε μια, τουλάχιστον, δεξιότητα, το καλό νοητικό δυναμικό, οι επαρκείς δεξιότητες επικοινωνίας και επίλυσης προβλημάτων, η ικανότητα πρόκλησης θετικών αντιδράσεων από τρίτους, η ικανότητα αντιμετώπισης στρεσογόνων καταστάσεων, η παρέα με κοινωνικά αποδεκτούς συνομηλίκους, η καλή σχολική επίδοση, που αποτελεί εφόδιο ζωής, η δυνατότητα ανάληψης ευθυνών, ο αυτοέλεγχος (Ψυχιατροδικαστική Παιδιών και Εφήβων, σ.241-242).
Είναι αυτονόητο ότι ο έγκαιρος εντοπισμός ελλείψεων, είτε στο επίπεδο κοινωνικών δεσμών είτε σε αυτό των παραγόντων κινδύνου, και η καλλιέργεια προστατευτικών παραγόντων, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη ή αντιμετώπιση του προβλήματος της παραβατικότητας.
Ειρήνη Νίτη
Δασκάλα στην Ειδική Αγωγή & Εκπ/ση