Η προσευχή του Κολοκοτρώνη
Έκατσα που εσκαπέτισαν (διέφυγαν) με τα μπαϊράκια τους, απέ κατέβηκα κάτω.
Ήταν μία εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα γονάτισα.
Παναγία μου, είπα άπ’ τα βάθη της καρδιάς μου, και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου, βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογο μου κι έφυγα.
Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο έξαδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανίψια του.
-Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα.
Είναι φευγάτοι.
-Άς μην είναι κανείς, αποκρίθηκα.
Ό τόπος σε λίγο θα γιομίσει παλληκάρια….
Ό Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του.
Θ. Κολοκοτρώνης,