Αβούρης Μιχάλης
Τα εκατόν επτά
Ο Παππούς μου ο Μιχάλης,
πέθανε εκατόν επτά,
δίχως να έχει αρρωστήσει,
ή να πάρει γιατρικά.
Τους γιατρούς τους είχε γράψει,
εις τον μαύρο πίνακά του,
και γι’ αυτό εις την ζωή του,
είχε πάντα την υγειά του.
Εάν είχε μία ζαλάδα,
έπινε ένα τσιπουράκι,
ή στούμπιζε ένα κρεμμύδι,
κι’ έπινε αγνό κρασάκι.
Ήταν πάντοτε λεπτός,
με κορμοστασιά ωραία,
και με το καλαμπουράκι,
πέρναγε καλά η παρέα.
Ήταν πολύ ερωτικός,
λάτρευε όλες τις γυναίκες,
ξανθές ή μελαχρινές,
ή μεγάλες ή μπεμπέκες.
Τον αγαπούσανε κι’ αυτές,
γιατί ήτανε ευγενικός,
πάντοτε καλοσυνάτος,
και μονίμως γελαστός.
Πάντοτε είχε ένα λουλούδι,
και σε κάθε ευκαιρία,
με υπόκλιση να δώσει,
σε όποια του άρεσε κυρία.
Σπάνιος άνθρωπος, ωραίος,
στην ζωή ήτανε νέος,
με ανοιχτή πάντα καρδιά,
σε όλα του τα εκατόν επτά.-
(από την σειρά ποιημάτων)
Καταγραφές ψυχής