Γιατί να χάνονται τα όνειρα;
«Η φωτιά που είχε απειλήσει να κάψει ένα μεγάλο πλοίο της γραμμής Πάτρας – Ιταλίας, πριν λίγα χρόνια, αν και τελικά είχε σβηστεί έγκαιρα και χωρίς μεγάλες δυσκολίες, είχε ένα οδυνηρό και τραγικό επίλογο. Εκεί, μέσα στα αμπάρια, πλάι στα φορτηγά και τα Ι.Χ αυτοκίνητα, είχαν βρεθεί χωρίς ψυχή, τα εξαθλιωμένα κορμιά αρκετών «λαθρομεταναστών». Τα μάτια τους έδυσαν και μαράθηκαν πρόωρα, πάνω στην προσπάθεια να κερδίσουν μια καλύτερη ζωή. Τρύπωσαν λαθραία με εισιτήριο την ελευθερία και στερήθηκαν βίαια την ευκαιρία να ζήσουν ανθρώπινα.
Και ενώ οι επιβάτες και το πλήρωμα επέστρεφαν ανακουφισμένοι στη στεριά, μετά την αναπάντεχη κακοτυχία τους, και ευχαριστούσαν το Θεό για την ανέλπιστα αίσια κατάληξη της περιπέτειάς τους, εκεί στα έγκατα του πλοίου, κάποιοι αθώοι είχαν δώσει απεγνωσμένα μάχη για μια στάλα καθαρού αέρα, που θα τους επέτρεπε να επιβιώσουν. Μάταια όμως, το ταξίδι προς την ελευθερία, δεν επρόκειτο να έχει γι’ αυτούς επιτυχή κατάληξη».
Έρχεται κάθε λίγο ένα τόσο θλιβερό επεισόδιο για να καταδείξει την αγωνία όλων αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων, που κατοικούν σε χώρες του τρίτου κόσμου, όσον αφορά το αβέβαιο μέλλον τους, την κακή τύχη που τους τυραννά και τα άσχημα παιχνίδια που παίζουν σε βάρος τους οι λεγόμενοι δυνατοί λαοί.
Σήμερα ακόμα μάθαμε για μια μεξικανή γυναίκα που προσπάθησε να περάσει στις ΗΠΑ μέσω ποταμού και πνίγηκε. Έχουμε επίσης τα καθημερινά άσχημα συμβάντα στο Αιγαίο με τις προσπάθειες κάποιων να περάσουν σε μέρη που θα τους δώσουν καλύτερη ελπίδα ζωής.
Για μας τα φαινόμενα αυτά είναι πολύ γνώριμα και συνηθισμένα. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ήμασταν εμείς οι ίδιοι, που τρέχαμε σαν κυνηγημένοι να κρυφτούμε στα κάθε είδους αμπάρι, προκειμένου να φτάσουμε στην γη της επαγγελίας είτε αυτή ονομαζόταν Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία ή Σουηδία.
Και τότε βέβαια, το να πάει κάποιος μετανάστης, νόμιμα ή παράνομα, δεν ήταν απλό πράγμα. Οι συνθήκες, όπως τις διηγούνται οι παλαιότεροι, δεν ήταν μόνο τραγικές και εξευτελιστικές, οδηγούσαν πολλές φορές κατ’ ευθείαν στον θάνατο. Τα ταξίδια διαρκούσαν μήνες και στα αμπάρια η διαβίωση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Η τροφή σπάνιζε και οι συνθήκες υγιεινής δημιουργούσαν όλες τις προϋποθέσεις ενός υπερβολικά επικίνδυνου εγχειρήματος με απρόβλεπτο και μάλλον δυσμενές αποτέλεσμα.
Αν και προσπαθούμε να ξεχάσουμε όλα τα άσχημα του παρελθόντος, ή σημερινή πραγματικότητα φροντίζει να μας θυμίζει ότι τίποτα δεν αλλάζει. Τα ονόματα είναι μόνο διαφορετικά. Τα γεγονότα είναι πάντα σύγχρονα και διαχρονικά. Τότε λεγόντουσαν Έλληνες, Ιταλοί, Ιρλανδοί, Τούρκοι. Τώρα λέγονται Κούρδοι, Ιρακινοί, Ινδοί, Πακιστανοί, Αιγύπτιοι, Μεξικανοί. Κανείς μέσα στα τόσα χρόνια που πέρασαν δεν φρόντισε να μεταβάλει προς το καλύτερο την πορεία της πλειονότητας των λαών.
Τι κι αν είμαστε στα χρόνια της Παγκοσμιοποίησης, της ΟΝΕ, του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ, η αισιόδοξη ενατένιση της νέας χιλιετίας, πήγε για τα καλά περίπατο και όλα συνεχίζονται ίδια και απαράλλακτα.
Οι πολιτισμένοι της γης, οι έχοντες και οι κατέχοντες κάνουν σχέδια και ονειρεύονται μια ζωή ευτυχισμένη, με διαμονή σε πολυτελή κτίρια και ανέσεις ή με τουριστικά ταξίδια σε παραδεισένιους τόπους αναψυχής σα να έχουν λύσει όλα τα προβλήματα της ζωής τους. Όμως αυτοί που περνούν νύχτα μέσα από τα ναρκοπέδια, που κρύβονται στα διπλά τοιχώματα φορτηγών αυτοκινήτων, που σέρνονται στις μαούνες σαν κατάδικοι, που προσπαθούν να περάσουν βουνά με τα πόδια και ποτάμια με το κολύμπι, με μοναδικό στόχο μια επισφαλή λύτρωση, δεν γνωρίζουν τίποτα, έξω από το βαθύ σκοτάδι που τους τυλίγει. Οραματίζονται ένα καλύτερο και φωτεινότερο αύριο, ελπίζουν να σηκώσουν λιγάκι τους εαυτούς τους από την ζωώδη κατάσταση που έχουν περιπέσει.
Τα τραγικά συμβάντα, όσο ξαφνικά κι αν έρχονται, δεν δίνουν κάτι νέο. Τα γεγονότα είναι εκ των προτέρων γνωστά και η κατάσταση θεωρείται αναπόφευκτη και αγιάτρευτη. Τα μάτια, τα αυτιά και οι συνειδήσεις κλείνονται ερμητικά, για να μην περάσουν οι φωνές και τα δάκρυα των δυστυχισμένων.
Κατά τα άλλα ο πλανήτης προοδεύει, τα χρηματιστήρια ευημερούν και ο πληθωρισμός πέφτει. Η μάσκα του παράλογου έχει από καιρό σταθεροποιηθεί στα πρόσωπά μας και βρισκόμαστε σε αδυναμία να την αφαιρέσουμε, τουλάχιστον χωρίς οδύνη.