Εσαεί αμείωτη η απόσταση Θεού και Ανθρώπου
Οι σοφόκλειες Τραχίνιες αποτελούν, σε γενικές γραμμές, «αδικημένη» τραγωδία, αφού δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της προτίμησης των σκηνοθετών, αλλά ούτε και των μελετητών της αρχαίας τραγωδίας. Δείχνει, εν πρώτοις, ως τραγωδία κάποιου ζευγαριού: ξεκινά ως τραγωδία της Δηιάνειρας και τελειώνει ως τραγωδία του Ηρακλή – ως αλληλοεμπλεκόμενες τραγωδίες, ωστόσο, αφού η τραγωδία του Ηρακλή «προοικονομείται» διαρκώς και συνδέεται οργανικά με το υπόλοιπο έργο: οι δύο σύζυγοι δεν συναντιούνται ποτέ, και το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη ένταση και σημασία, καθώς πλήθος στοιχείων, αντικειμένων και προσώπων, που τους συνδέουν άμεσα, εμφανίζεται καθ’ όλην τη διάρκεια.
Ωστόσο, το έργο δεν εξαντλείται στην αντιπαράθεση του άνδρα και της γυναίκας, δεν αποτελεί απλώς «οικογενειακή τραγωδία», αλλά θέτει και ευρύτερα υπαρξιακά ζητήματα, όπως εκείνο της πεπερασμένης γνώσης και της αστάθειας της ανθρώπινης ζωής.
Ο θάνατος ακόμα και του «αρίστου» των ανθρώπων, και γιου του κυβερνήτη θεών και ανθρώπων, καταδεικνύει ότι ούτε αυτός μπορεί να γίνει θεός. Ο θεός εγγυάται -ιδιαίτερα στη σοφόκλεια κοσμοθεωρία- τη συμπαντική συμμετρία˙ ταυτόχρονα, όμως, εγγυάται ότι η απόσταση ανάμεσα στη μακροσκοπική θεϊκή όραση και τη μικροσκοπική ανθρώπινη όραση θα παραμένει εσαεί αμείωτη.
Το έργο ολοκληρώνεται πριν από την «αποθέωση» του Ηρακλή, με έμφαση στον πόνο και τη θνητότητά του -άρα με υπογράμμιση της τραγικής του φύσης- και με σιωπή για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει.
Σοφοκλής