Τσιμπιρλή Βίκυ
Κάθε πρωί πνιγότανε,
για χρόνια και καιρούς,
σε μια συνήθεια απόξερη,
στεγνού μηρυκασμού!
Κάθε πρωί το πάλευε,
το κύμα το σαθρό,
πού ΄χεν οσμή σαν βούρκωμα
και χλιαρόν αφρό!
Με κάθε γλυκοχάραμα,
κι ανάμεσα στο πάλεμα,
σχεδία πελεκούσε,
να ΄χει τον ήλιο πρύμνη της,
φανάρι και καντήλι της,
που θα τον οδηγούσε!
Να ΄χει μια ρότα ξέχωρη,
κι ορίζοντα μελένιο,
ένα πανάκι, δυο σχοινιά,
και λιμανάκι απάνεμο,
στην όψην ουρανένιο!
Μα όσο κι αν το πάλεψε,
όσο κι αν προσδοκούσε,
να βγει απ΄ την συνήθεια,
που την ζωή μασούσε,
όσο κι αν την επρόσμενε,
γλυκύτατη κι αιθέρια,
να ξημερώσει, η χαραυγή,
αυτή σκεκόταν τιμωρός
και του ΄δενε τα χέρια!
Βίκυ Τσιμπιρλή
Από το ποίημα « Το Αγνάντι»