Μικέλης Αντώνης
Οι φωνές των ζώων
ΜΙΚΕΛΗΣΉτανε κάποιος κάποτε π’ έτυχε να ορίζει,
των ζώων όλες τις φωνές καλά για να γνωρίζει.
Ημέρα ήταν της χαράς, Πασχαλινή ημέρα,
εις του αρνιού μας τον λαιμό, ακούμπησ’ η μαχαίρα.
Μα ξάφνου η μανούλα του αρχίζει να βελάζει,
κι ο κύρης μας σαν τ’ άκουσε τη γνώμη του αλλάζει.
Γιατί, κατάρες άκουσε απ’ του αρνιού τη μάνα,
«φρικιό να πέσει στο μαντρί πριν ακουστεί καμπάνα,
και το δικό μου το παιδί να σφάζουν κάθε χρόνο,
και με την πίκρα πάντα ζω, πνιγμένη απ’ τον πόνο».
Κι έτσι τ’ αρνί εγλίτωσε το φονικό μαχαίρι,
και πάει στη στάνη ο μπιστικός άλλο αρνί να φέρει.
Άλλη φορά απ’ τον αγρό, σαν γύριζαν το βράδυ,
προτού να πέσει σκοτεινιά, πριν πέσει το σκοτάδι,
μπροστά πηγαίνει ο κύρης μας, αγροτική ομάδα,
πιο πίσω η γυναίκα του καβάλα στη φοράδα.
Και το πουλάρι ακολουθεί, στη μάνα του να λέει,
-«σιγά μανούλα, δεν μπορώ, κουράστηκα», και κλαίει.
-«Ντροπή να λες κουράστηκες κι άδικα κλαψουρίζεις,
τα νιάτα σου τη χάρη σου θα πρέπει να ορίζεις,
κι εγώ σαν είμαι έγκυος με την κυρά καβάλα,
ούτε πονώ και προχωρώ με βήματα μεγάλα.
Ο κύρης μας σταμάτησε κι αμέσως κατεβάζει
απ’ την φοράδα την κυρά, π’ αρχίζει να γκρινιάζει.
Και σαν στο σπίτι φθάσανε μ’ επιμονή του λέει.
-Άντρα μου ξέρεις μυστικά κι εγώ θέλω να κάνω.
-Μα σαν τα μάθεις και στα πω, θα πέσω να πεθάνω.
-Να μου τα πεις αντρούλη μου, ασχέτως αν πεθάνεις.
-Στρώσε το νεκροκρέβατο κι ένα σταυρό να κάνεις,
ένα σεντόνι καθαρό για να ξαπλώσ’ επάνω,
και να σου πω τα μυστικά, κι έπειτα να πεθάνω.
Αντώνης Μικέλης
τμήμα του ποιήματος «οι φωνές των ζώων»