Τσουτάκος Παναγιώτης
Είναι ανίερο
Όταν τα φριγμένα μου χείλη
-όμοια με καιόμενες πέτρες-
διψούσαν και ικέτευαν
κάποιες στάλες νερού,
τότε που ήσουν με την υδρία σου
να ξεδιψάσω;
Όταν τη θεία ευωδιά,
του αχνιστού ζεστού ψωμιού
αποζητούσα να γευτώ,
γιατί δεν έφτασες πλάϊ μου;
Όταν κι ένα ψίθυρο μιας λέξης ζωής
μάταια στο κελί μου περίμενα,
τότε που ήσουν με της ελπίδας το μύρο
την καρδιά μου να ραντίσεις;
Πως μου μιλάς για της αγάπης
το θεόσταλτο δώρο;
Είναι ανίερο.
Από την ποιητική συλλογή
«Εμμένοντες»