Μια μικρή εκδρομή προσκύνημα
Τα παιδιά έχουν πάντα ένα δικό τους ξεχωριστό τρόπο να αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους και να φανερώνουν τα αισθήματά και τις ευαισθησίες τους. Πρίν λίγο καιρό βρεθήκαμε στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας και αποφασίσαμε να ανέβουμε με τα πόδια στο ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας της Κορφιώτισσας στο Καμάρι που βρίσκεται στην κορφή ενός βουνού (εξ ου και η ονομασία του Μοναστηριού) που έχει ύψος περίπου 780 μέτρα και η συνολική διαδρομή, με τα πόδια, μέχρι το μοναστήρι είναι σχεδόν δύο ώρες, σε ένα μονοπάτι άλλοτε δύσβατο και άλλοτε αρκετά καλό, πάντοτε όμως ανηφορικό και κουραστικό. Στην ανάβαση μας ακολούθησαν και δύο μικρά παιδιά, ένα αγόρι 10 ετών και ένα κοριτσάκι 11. Αξίζει να δούμε τι έγραψε το κοριτσάκι σε ένα κομμάτι χαρτί για αυτή τη μικρή και πρωτόγνωρη εκδρομή – προσκύνημα.
«Στο Ξυλόκαστρο που ερχόμαστε περνάω πολύ ωραία. Σήμερα όμως ήταν μια ξεχωριστή ημέρα. Χτες ο μπαμπάς, η μαμά και ο θείος Γιάννης αποφάσισαν να ανέβουν στην κορυφή του βουνού πίσω απ’ το σπίτι και να πάνε στο Μοναστήρι να προσκυνήσουν και να ανάψουν ένα κεράκι.
Το πρωί μόλις ξύπνησα πήρα πρωινό και πήγα να δω τη θεία Βέρα. Εκεί ήταν και η μαμά. Μου είπε να πάω να ετοιμαστώ γιατί θα ανεβαίναμε στο βουνό. Στην αρχή δίστασα αλλά μετά δέχτηκα. Ντύθηκα και κατέβηκα στην αυλή. Εκεί βρήκα τη μαμά, το μπαμπά, τον Τρύφωνα, τον θείο Γιάννη και τον κύριο Χρήστο να περιμένουν.
Ξεκινήσαμε από τους πρόποδες της Κορφιώτισσας. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, φυσούσε όμως λιγάκι. Τα πουλιά κελαηδούσαν. Ο μπαμπάς πήγαινε μπροστά γιατί γνώριζε το δρόμο και εμείς ακολουθούσαμε. Κάναμε τρεις φορές στάση πέντε λεπτών. Σχεδόν στα μισά του δρόμου βρήκαμε μια πηγούλα. Καθίσαμε να ξεκουραστούμε για λίγο, πλύναμε τα πρόσωπά μας αλλά δεν ήπιαμε νερό γιατί το φοβηθήκαμε ότι δεν θα ήταν και τόσο καθαρό. Στο τέλος χαράξαμε τα ονόματά μας πάνω στο βράχο της πηγής.
Λίγο πιο πάνω βρισκόταν ο τάφος εντός Αμερικανού ορειβάτη. Πέθανε 20 χρονών πριν πολλά χρόνια. Είχε έρθει απ’ το Σικάγο στο Ξυλόκαστρο για να ανέβει στο Μοναστήρι. Όμως βράδιασε, έχασε το δρόμο και έπεσε στο γκρεμό με αποτέλεσμα να σκοτωθεί.
Συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε. Το μονοπάτι γινόταν όλο και πιο δύσκολο, όλο και πιο κουραστικό. Η μαμά και ο κύριος Χρήστος δεν μπορούσαν να ανέβουν άλλο. Ο μπαμπάς κι εγώ προχωρούσαμε μπροστά. Ο μπαμπάς έλεγε να μην σταματάμε γιατί ο αέρας είχε δυναμώσει και εμείς ήμασταν ιδρωμένοι. Αφού περάσαμε την τελευταία στροφή αντικρίσαμε το Μοναστήρι και η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Χοροπηδούσαμε επειδή τα καταφέραμε και φτάναμε στην κορφή. Ύστερα από περπάτημα πέντε λεπτών φτάσαμε στην άσφαλτο που συνδέει το Μοναστήρι με το Ξυλόκαστρο.
Από την κορφή του βουνού έβλεπα όλο το Ξυλόκαστρο και την απέραντη θάλασσα. Όλα φαίνονταν μικρά και μαγευτικά. Ένιωσα ικανοποίηση που τα κατάφερα. Μετά μπήκαμε στο Μοναστήρι, ανάψαμε κεράκια, προσκυνήσαμε και κόψαμε λουλούδια από τον κήπο. Ο θείος Γιάννης μας έβγαζε φωτογραφίες. Στο τέλος μας πλησίασε μια καλόγρια για να μας καλωσορίσει και να μας φιλέψει. Μας είπε να περάσουμε σε ένα μεγάλο δωμάτιο και εκεί μας πρόσφερε νερό, λουκούμια και κουλουράκια. Της είπαμε ότι ανεβήκαμε με τα πόδια από το μονοπάτι και παραξενεύτηκε πολύ. Μας ρώτησε πως αντέξαμε και εμείς της είπαμε πως η Παναγία μας έδωσε φτερά και μας βοήθησε.
Στην επιστροφή μας πήρε ο νονός με το αμάξι. Βιαζόταν λίγο γιατί φοβόταν μην καεί το αρνί που είχε στο φούρνο.
Ήταν μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ και πολύ ευχαρίστως θα έκανα αυτή τη διαδρομή πάλι!»
Απλές σκέψεις ενός μικρού παιδιού. Γεγονότα που καταγράφονται βαθιά μέσα στην ψυχή. Εμπειρίες που κρατούν για μια ζωή. Θρύλοι και παραδόσεις που θέλουν τους Αγίους και την Παναγία να είναι αρωγοί σε κάθε θετική προσπάθειά μας. Πίστη και προσευχή που μας κρατούν σε πνευματική εγρήγορση.