Γκανάσος Σ. Γιάννης
Μπροστὰ στὸ δεσμωτήριο τοῦ Σωκράτους
Στὸ πελιδνὸ τοῦ οὐρανοῦ, στὸ ματωμένο δείλι,
ἀμέριμνη, κρυστάλλινη ὡς θεία ὀπτασία,
ἔλαμψε στὸ στερέωμα καθὼς ἀνυψωνόταν,
καθάρια, ἀκηλίδωτη, Σωκράτη ἡ ψυχή σου.
Προσκυνητὴς στὴν μνήμη σου, στὸν ἄηχόν σου λόγο,
ἀκτῖν’ ἀδράχτω τοῦ φωτός, τὸν μίτο τῆς φυλῆς μας,
καὶ μπρὸς στὸ δεσμωτήριο π’ ἄφησες τὴν πνοή σου
κλίνω τὸ γόν’ εὐλαβικὰ κι ἀφήνω ἕνα ἄνθος,
στὴν πέτρ’ αὐτὴν ποὺ ἔγειρες τὸ γέρικο κορμί σου,
πίνοντας κώνειο πικρὸ μπροστὰ στοὺς μαθητές σου.
Τὸν θάνατο ἀψήφησες, μειδίασες μαζί του,
γιατ’ ἡ ψυχή σου γνώριζε τὴν θεία της πορεία,
σὲ κόσμους ἄλλους φωτεινοὺς κοντὰ στοὺς ἀθανάτους,
τοῦ δαιμονίου μέσα σου ἀκούγοντας τὶς ρήσεις.
Ζάθεο χῶμα ἀττικὸ τὴν χούφτα μου γεμίζω
τὸ σφίγγω πάνω στὴν καρδιὰ καὶ νοιώθω τοὺς παλμούς του,
ἀκούω τὴν ἀνάσα του, τὶς μύχιές του σκέψεις,
τὸ τύπωμα ποὺ ἄφησαν τὰ ἴχνη τῆς ψυχῆς σου.
Στρέφω τὸ βλέμμα στὴν Ἠῶ, στὸν Ζέφυρο καὶ Νότο
καὶ μέσ’ ἀπ’ τὰ ἐρείπια, τὴν νοητὴ αἰγίδα,
τῆς Ἀθηνᾶς ποὺ κάλυψε τὸν θεῖο τοῦτο βράχο,
κραυγὴ ὀρθώνω στοὺς θεούς, καλέω τὴν ψυχή σου.
Σωκράτ’ ἐλθὲ στὴν ἀγορά, ἄρχισε νὰ διδάσκεις,
ἦρθαν νὰ σὲ ἀκούσουνε καὶ ἄλλοι μαθητές σου.
Κρίκοι κι αὐτοὶ ἁλύσεως, ποὺ κάποτε σκορπίσαν,
ξανὰ συγκλίνουν, δένονται, στὸ ἅρμα τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ χώρα τούτη δὲν ξεχνᾶ, τὸ ‘χει στὸ κύτταρό της,
προσμέν’ αἰῶνες καὶ σκιρτᾶ, τινάζεται στὰ ὕψη,
τὰ χίλια χρόνια εἲν’ στιγμή, μακρὰ ἡ ὕπαρξή της
κι ἂν τὸ σκεπάρνι κι ἡ φωτιὰ σύντριψε τοὺς ναούς της,
τοῦ Πραξιτέλη, Μύρωνα, Φειδία καὶ Ἰκτίνου,
τὰ ἔργα ποὺ δὲν μπόρεσε κανεὶς νὰ τ’ ἀντιγράψη,
γιατί δὲν φθάνει τὸ σφυρί, ἡ σμίλη καὶ τὸ χέρι,
θέλει ψυχὴ συμπαντική, τὸ πνεῦμα τοῦ Ὀρφέα,
τοῦ Πυθαγόρα μουσική, τοῦ Σόλωνα τὸ ἦθος,
τοῦ Ὅμηρου τὴν ποίηση, τοῦ Ἡρακλῆ τοὺς ἄθλους.
Μέσ’ στὰ συντρίμμια ποὺ ‘σπείραν σ’ ἀνατολὴ καὶ δύση,
οἱ ἄμουσοι καταστροφεῖς μὲ ὅπλο τους τὸ μίσος,
τὴν ζήλεια τους π’ ἀντίκριζαν ἔργα ἀνθρώπων θεῖα,
δὲν τεμαχίσαν τὴν ψυχὴ ποὺ λέγεται Ἑλλάδα
κι ἄς ἦταν ὁ κρυφὸς καημὸς ποὺ δὲν τὸν λησμονᾶνε.
Πετάει στὰ χάη τ’ οὐρανοῦ φωτοπλανήτης μέγας,
ἔχει ἀκτῖνα καὶ τροχιά, ἐμβέλεια καὶ ὕψος,
τοῦ Ἥλιου τὴν ἐνέργεια, τοῦ Δία προστασία,
νέα φωτίζει συνεχῶς, ἀγαλματένια κρίνα,
ἄνθη ψυχῆς καὶ πνεύματος σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη,
στὸν λογισμὸ τῶν ἐκλεκτῶν, στοὺς κήπους φιλοσόφων.
Γιάννης Σ. Γκανάσος
@ Ἐπειὸς