ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ.ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
«Τῇ ἕκτῃ τοῦ Θαργηλιῶνος ἱσταμένου τὴν Σωκράτους ἀγαγόντες γενέθλιον.» Πλούταρχος. («Τὴν ἕκτην τοῦ μηνὸς Θαργηλιῶνος ἑορτάζομεν τὸ γενέθλιον τοῦ Σωκράτους.»)
Εἴθισται, γιὰ κάποιους φίλους, κάθε χρόνο περὶ τὴν 20ην Μαΐου, ἀντιστοιχοῦσα στὴν 6ην ἱσταμένου τοῦ ἀττικοῦ μηνὸς Θαργηλιῶνος, ἡ συνάντησή μας στὴν ἀρχαία ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν, ἔμπροσθεν τοῦ δεσμωτηρίου καὶ ἡ κατάθεση ἑνὸς ἄνθους ἀπ’ τὸν καθένα μας, ὡς ἀπότιση ἐλαχίστου φόρου τιμῆς στὴν μνήμη τοῦ Σωκράτους, γιοῦ τοῦ λιθοξόου Σωφρονίσκου καὶ τῆς μαίας Φαιναρέτης, τοῦ δήμου Ἀλωπεκῆς, τῶν Ἀθηνῶν.
Τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ πραγμάτωση τῆς Δημοκρατίας, διὰ τῆς ἀμέσου συμμετοχῆς τῶν πολιτῶν, καὶ ἡ πτώση τῆς ἐνδόξου τῶν Ἀθηναίων Πολιτείας τοῦ Περικλέους, μετὰ καὶ ἀπὸ τὶς μεγαλειώδεις νῖκες τοῦ Μαραθῶνος (-490) καὶ τῆς Σαλαμῖνος (-480), ἀνατέλλει καὶ παραμένει ἔκτοτε στὸ στερέωμα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ ἡ αὐτοφυὴς καὶ γνησία ἑλληνικὴ μορφὴ τοῦ Σωκράτους.
Στὸ διάβα της ἡ ἀνθρωπότητα ὑπέφερε ἀπὸ τοξικὰ ἰδεολογήματα, μυστικιστικὰ συστήματα καὶ παράλογες κοσμοθεωρίες ποὺ συνεχίζουν νὰ τὴν ταλανίζουν μέχρι σήμερα. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς κοσμοδιορθωτές καὶ γιὰ τὶς σαγηνευτικὲς προτάσεις τους, ἐλλοχεύει μέσα μας ἡ ὑποψία τοῦ στημένου παραλογισμοῦ καὶ εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ποὺ τοὺς καθιστᾶ, δυστυχῶς, ἐξαιρέτους, στὰ μάτια τῶν ἀνυποψίαστων ὀπαδῶν τους. Οἱ συντηρητές, μέντορες καὶ διαλαλητὲς ὅλων αὐτῶν τῶν θεωριῶν, μὲ ἀποκλειστικὴ πρόθεση καὶ σκοπὸ τὴν κατοχὴ τῆς ἐξουσίας, τὶς διασκευάζουν δεόντως κατὰ ἐποχὴ καὶ περίσταση, προσφέροντας, στοὺς ἄβουλους ὀπαδοὺς τους, τὸ ἴδιο πάντοτε καταναλωτικὸ προϊὸν μὲ διαφορετικὸ κατὰ τὸ δοκοῦν περιτύλιγμα.
Ἀθήνα, πρὶν περίπου δύο χιλιάδες τετρακόσια ἔτη (2.400), σ’ ἕνα στενὸ χωμάτινο δρομάκι ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀγορά, ὁ μεσήλικας, χωρὶς ψιμύθια καὶ περιττὰ κοσμήματα ἢ στολίδια, συνήθως ξυπόλυτος καὶ μὲ ἕνα ἐλαφρὺ χιτῶνα, χειμῶνα καλοκαίρι, μᾶλλον μετρίου ἀναστήματος, δασύτριχος καὶ ἄσχημος κατὰ τὴν αὐτοκριτικὴ του, εὐθυτενὴς καὶ σίγουρος τοῦ ἑαυτοῦ του ἄνδρας, ὀνόματι Σωκράτης (-470, -399) γιὸς τοῦ ζευγίτου γλύπτου Σωφρονίσκου καὶ τῆς μαίας Φαιναρέτης ἀπὸ τὸν δῆμο Ἀλωπεκῆς (Λυκαβηττοῦ), νυμφευμένος τὴν Ξανθίππη καὶ πατέρας τριῶν παιδιῶν, μὲ τὴν μεγαλοφυῆ, λεπτὴ αἴσθηση εἰρωνικῆς παιδιᾶς ποὺ τὸν διακρίνει, στέκεται μπροστὰ στὸ μειράκιο (νεαρό), μὲ τὸ ὄνομα, Ξενοφῶν, ἐρχόμενο πρὸς αὐτὸν καὶ τὸ ἐρωτᾶ:
Σωκράτης. Ξέρεις νεαρὲ ποῦ πουλᾶνε ψάρια;
Ξενοφῶν. Ναί, στὴν ἀγορά.
Σωκράτης. Ξέρεις καὶ ποῦ γίνονται οἱ ἄνθρωποι ἐνάρετοι;
Ξενοφῶν. Ὄχι.
Σωκράτης. Τότε, ἀκολούθησέ με.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τυχεροὺς τῆς ἱστορίας, ποὺ ἀκολούθησε τὸν Σωκράτη, καὶ ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ δεινὸς ποιητὴς, ἔκαψε τὰ ποιήματά του μετὰ τὴν συνάντησή τους, ἦταν ὁ Πλάτων (-423,-348) ἢ Ἀριστοκλῆς τοῦ Ἀριστίωνος καὶ τῆς Περικτιόνης.
Πλούσιος Ἀθηναῖος, ἀριστοκράτης, τῆς γενιᾶς τοῦ Κόδρου ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ τοῦ Σόλωνος ἀπὸ τὴν μητέρα του. Ἄνθρωπος μὲ βαθεῖα μόρφωση, σπάνιο τάλαντο καὶ ἀριστοτέχνης τοῦ λόγου.
Ἐπηρέασε, μαζὶ καὶ μὲ τὸ ἄλλο τέρας τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς λογικῆς, Ἀριστοτέλη, καὶ συνεχίζουν νὰ ἐπηρεάζουν τὴν παγκόσμια πολιτική, φιλοσοφικὴ καὶ πολιτιστικὴ σκέψη ὅλων τῶν αἰώνων, νῦν καὶ ἐσαεί.
Εὑρηματικός, δικοὶ του οἱ διάλογοι καὶ ἡ Ἀκαδήμεια, ἡ ὁποία σημειωτέον ἐλειτούργησε ἐπὶ ἐννιακόσια δέκα ἕξι (916) συναπτὰ ἔτη (-399,+527), ἤτοι μέχρι τὴν ἀπαρχὴ τῆς πνευματικῆς πτώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Γιὰ τὴν ἵδρυσή της διέθεσε ὅλη τὴν περιουσία του καὶ παρέσχε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία, ἐντελῶς δωρεάν, ἐκπαίδευση σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ μάθουν. Σὲ ἄνδρες, σὲ γυναῖκες, Ἀθηναίους ἢ μή, πολῖτες, μετοίκους, ἐλευθέρους ἢ δούλους. Μόνη καὶ ἀμετάκλητος προϋπόθεση τὸ «ὀρέγεσθαι τοῡ εἰδέναι» ἤτοι ἡ ὄρεξη γιὰ μάθηση καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας.
Ἀπὸ τὰ ἔργα πολλῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀλλὰ κυρίως τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ξενοφῶντος καὶ τοῦ Ἀντισθένους ἀναδεικνύεται ἡ προσωπικότητα τοῦ φιλοσόφου καὶ τοῦ ἀνθρώπου Σωκράτους.
Ἄνθρωπος καλόψυχος, σθεναρός, ἔξυπνος, εὐσεβής, νομοταγής, ἀνεκτικὸς καὶ ταυτοχρόνως ἄτεγκτος. Ὁ εἰσηγητὴς τοῦ ἠθικοῦ καὶ οἰκογενειακοῦ δικαίου.
Ὁ ἄνδρας ἔτυχε σπουδαίων δασκάλων καὶ δὲν εἶχε ταξιδέψει ποτὲ ἐκτὸς Ἀθηνῶν. Μὲ τὸν μεστὸ καὶ εἰρωνικὸ του λόγο δὲν προτείνει προγράμματα καὶ δὲν ὑπόσχεται οὐτοπίες. Δὲν προβαίνει σὲ ἀπὸ καθέδρας, κενοῦ περιεχομένου, ὁμιλίες πρὸς ἄβουλους ἀνθρώπους. Δὲν ἀπαξιοῖ τοῦ Κόσμου τούτου ἀλλὰ συμμετέχει στὰ συμπόσια καὶ στὶς ἐκδηλώσεις τῆς πόλεώς του, τὴν ὁποία σημειωτέον ὑπεραγαπᾶ καὶ σέβεται τοὺς νόμους της. Εἶναι δυνατός, ἀνθεκτικὸς καὶ γενναῖος πολεμιστής. Στὴν Ποτείδαια, (432-429 π.Χ.), σώζει τὴν ζωὴ τοῦ Ἀλκιβιάδου. Ὀκτὼ χρόνια ἀργότερα (424 π.Χ.) σὲ μάχη μὲ τοὺς Βοιωτοὺς στὸ Δήλιον ἐντυπωσιάζει μὲ τὴν ἀδιαφορία του στὶς κακουχίες καὶ ὅτι δὲν τὸν ἀγγίζει ὁ φόβος. Στὰ σαράντα ἑπτὰ του χρόνια ξανὰ ἐπιστρατεύεται καὶ ἐκτελεῖ στὸ ἀκέραιο τὸ καθῆκον του πρὸς τὴν πόλη, λαμβάνοντας μέρος στὴν μάχη τῆς Ἀμφιπόλεως (422 π.Χ.).
Δὲν φιλοσοφεῖ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς σὲ σπήλαια καὶ κρύπτες, δὲν χαϊδεύει τὰ νωχελικὰ αὐτιὰ τῶν ἀκροατῶν του, ἀλλὰ ἐκτιθέμενος δημοσίως συνδιαλέγεται ἐν τριβῇ, δοκιμασία καὶ κινδύνῳ στὸν ἀνοικτὸ χῶρο τῆς ἀγορᾶς. Τὸν καθαρῶς ἑλληνικῆς ἐμπνεύσεως χῶρο τοῦ ἔμφρονος ἀνθρώπου, στὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου διαμορφώνεται ἡ πολιτικὴ καὶ προάγεται ὁ πολιτισμός.
Ὁ ἄνδρας εἶναι λιτοδίαιτος ἀλλὰ ἂν παραστῆ ἀνάγκη ἀναδεικνύεται δεινὸς πότης χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτὲ κάποιος μεθυσμένον. Πάντα νηφάλιος, σταθερός, μὲ παρρησία στὶς ἀπόψεις του, ἀγέρωχος μὲ βαθεῖα προσήλωση στὴν δικαιοσύνη, τὴν ἐλευθερία καὶ τὸν σεβασμὸ στοὺς νόμους τῆς πόλεως. Ἠθικὸς λόγω καὶ ἔργω.
Ἀναζητεῖ καὶ προσπαθεῖ, μέσω τῆς συζητήσεως καὶ τοῦ διαλόγου, νὰ ἐκμαιεύσει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς συνομιλητὲς του, χωρὶς συμβιβασμούς, πρᾶγμα ἀληθινὸ καὶ ἀγαθό, ἀλλὰ ταυτοχρόνως ἐπιζήμιο γιὰ τὸν ἴδιο ἀφοῦ προκαλεῖ τὸν φθόνο τῶν ἀδαῶν. Ἂν καὶ διαισθάνεται τὸν κίνδυνο στὸν ὁποῖο ἐκτίθεται, συνεχίζει ἀπτόητος καὶ τελικῶς θὰ πληρώσει γι’ αὐτὸ τὸ τόλμημά του, ἐν πλήρη συνειδήσει καὶ νηφαλιότητι, μὲ τὴν ἴδια του τὴν ζωή.
Οἱ δίκες φιλοσόφων, ὅπως αὐτὴ τοῦ Σωκράτους, εἶχαν κατὰ βάθος πάντοτε πολιτικὰ ἐρείσματα καὶ κίνητρα. Ἐρωτηθεῖσα ἡ Πυθία στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, τί ἐφρόνει ὁ Ἀπόλλων γιὰ τὸν Σωκράτη, ἀπάντησε:
«οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἔξοχος αὐτοῦ, μᾶλλον δίκαιος, μᾶλλον νουνεχής».
«Κανεὶς ἐκ τῶν ἀνθρώπων δὲν εἶναι πιὸ ἔξοχος αὐτοῦ, πιὸ δίκαιος, πιὸ λογικός.»
Καὶ ὅμως οἱ τόσο κατασυκοφαντημένοι, ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους, ὅσιοι τοῦ μαντείου, διατύπωσαν ρητῶς καὶ λακωνικῶς τὴν γνώμη τους καὶ τὴν βαθεῖα πεποίθησή τους, χωρὶς νὰ διαψευσθοῦν ποτὲ καὶ ἡ ἱστορία τοὺς δικαίωσε τὰ μέγιστα.
Ο Σωκράτης είναι ο ὁ μέγας φιλάνθρωπος καὶ θεμελιωτὴς τῆς πανανθρωπίνης οὐσιαστικῆς συνειδητῆς ἠθικῆς, μὲ τὸ ἔργο του, καὶ κυρίως μὲ τὸ ἴδιο του τὸ παράδειγμα, ἐξήγησε πολὺ καλὰ καὶ ἀπέδειξε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μορφώνεται πλάθοντας τὴν ψυχὴ του μὲ τὸν λόγο.
«μηδενὶ ἄλλῳ πείθεσθαι ἢ τῷ λόγῳ».
Πλάτωνος Κρίτων. 46.b.5.
«Νὰ μὴν πείθεσαι μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον μὲ τὸν λόγο.»
Ὁ ἄνθρωπος μορφώνεται πλάθοντας τὴν ψυχὴ του μὲ τὸν λόγο.
Ὁ Σωκράτης μὲ τὸ ἄμεμπτο πρόταγμά του, εἰσηγεῖται γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ ρηξικέλευθη ἠθική, οἰκουμενικῆς ἐμβελείας, ἡ ὁποία δὲν περιορίζεται οὔτε ἀπ’ τὸν χῶρο οὔτε ἀπ’ τὸν χρόνο οὔτε ἀπ’ τὸ χρῶμα οὔτε ἀπ’ τὴν φυλὴ οὔτε ἀπ’ τὴν θρησκεία. Μόνος ἐχθρὸς της ὁ δογματισμός.
Ἄφησε αἰωνία παρακαταθήκη στὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὸ νὰ συγχωρέσει συνειδητὰ τοὺς κατηγόρους του, ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν ἐσχάτη ποινή. Καὶ αὐτό, βεβαίως, ὄχι ἀπὸ οἶκτο ἢ ἀπὸ δῆθεν μεγαλοψυχία, ἀλλὰ τονίζοντας ὅτι οἱ κατήγοροί του ἀγνοοῦσαν ὅτι διαπράττοντας ἀδικία σὲ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, στὴν οὐσία, διέπρατταν συνειδησιακὰ μεγαλύτερο κακὸ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸν τους καὶ αὐτὸ τοὺς στεροῦσε τὴν εὐδαιμονία.
Στὸν πλατωνικὸ διάλογο “Γοργίας”, μάλιστα, θὰ μᾶς δώσει μὲ μιὰ πιὸ ἀνθρώπινη ἀμεσότητα καὶ σὲ καθημερινὸ σύνηθες λόγο ποιὸν θεωρεῖ πραγματικὰ εὐδαίμονα ἄνθρωπο.
Ὁ Πῶλος ρωτάει τὸν Σωκράτη:
«Ἐσὺ τί θὰ ἤθελες, νὰ ἀδικεῖσαι ἢ νὰ ἀδικεῖς;»
«βουλοίμην μὲν ἂν ἔγωγε οὐδέτερα: εἰ δ’ ἀναγκαῖον εἴη ἀδικεῖν ἢ ἀδικεῖσθαι, ἑλοίμην ἂν μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἢ ἀδικεῖν.» [469c]
«Τίποτε ἀπὸ τὰ δύο· ἂν ὅμως ἀναγκαζόμουν νὰ διαλέξω, θὰ προτιμοῦσα νὰ ἀδικηθῶ παρὰ νὰ ἀδικήσω.»
Ἡ συνειδητή, ἀμετάκλητος καὶ πλήρης συναισθήσεως διὰ τὴν προσφορὰ του, στάση τοῦ ἀνθρώπου Σωκράτους, ἔμπροσθεν τῶν νόμων τῆς πόλεώς του καὶ ἡ ἁπτὴ ἐπίρρωση ἐφαρμογῆς τῆς διδασκαλίας του, στὰ βουρκωμένα μάτια τῶν μαθητῶν του, ὑπενθυμίζοντας ὅτι οὐδέποτε καὶ κανεὶς ἐξ αὐτῶν τὸν ἐγκατέλειψε ἕως τὶς τελευταῖες στιγμὲς του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἤρεμος πορεία του πρὸς τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἀψηφώντας τον μὲ ἕνα εἰρωνικὸ καὶ πρᾶο μειδίαμα, ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ κορυφαῖες στιγμὲς καὶ ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρὲς παραγράφους τῆς πνευματικῆς μας διαθήκης, ποὺ κληρονόμησε, ὄχι μόνον στὸν στενὰ ἀπὸ βιολογικῆς καὶ γεωγραφικῆς ἀπόψεως Ἕλληνα ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε σκεπτόμενο ἔλλογο καὶ ἀδογμάτιστο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει συμφώνως μὲ τὸν Ἰσοκράτη, τῆς ἡμετέρας ἑλληνικῆς παιδείας.
Παντοῦ στὸ Σύμπαν παρατηρεῖται μιὰ συνεχὴς ἀνακύκληση ζωῆς καὶ θανάτου. Ὁ θάνατος δημιουργεῖ τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς. Ἡ ζωὴ καταλήγει στὸν θάνατο καὶ ὁ θάνατος γεννᾶ ζωὴ μέχρι τὴν αἰωνιότητα ἢ τὴν λήξη τῶν κύκλων. Μὲ τὸν θάνατο ἡ μνήμη στρέφεται πρὸς τὰ ὀπίσω γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὶς καταξιωμένες πράξεις καὶ στάσεις ζωῆς.
Ἡ ζωὴ εἶναι ὁ οἶμος, ἡ κέλευθος καὶ ἡ ἀτραπός, ἡ ὁδὸς τῶν καταξιωμένων πράξεων ποὺ τὴν στόλισαν καὶ τὴν ἀνέδειξαν.
Γνώση, ἀγωγή, ἦθος, ἐργασία καὶ ὁ ἐν γένει ἐνάρετος βίος ἑτοιμάζουν τὸ μονοπάτι ποὺ ἐπάνω σ’ αὐτὸ ἡ μνήμη τῶν ἀνθρώπων θὰ πορευθεῖ γιὰ τὴν νέα ζωὴ τοῦ θανάτου. Κι’ ὁ φιλοσοφικὸς βίος εἶναι βίος θανάτου.
Ὁ ὀργανικὸς θάνατος εἶναι ἀναπόφευκτος ἀλλὰ ὄχι καὶ ὁ μεταφυσικὸς ἢ τῆς ψυχῆς, γιατὶ ἡ ψυχὴ εἶναι αἰώνια.
Ἡ πορεία τοῦ βίου ἔχει ἀπαιτήσεις καὶ ὑποχρεώσεις γιὰ νὰ μπορέσει κάποιος νὰ ἀποκτήσει δικαιώματα στὸν χῶρο τῆς μνήμης καὶ στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ζωή, κατὰ τὴν Ἑλληνικὴ Κοσμοθέαση, δὲν εἶναι σὲ καμμία περίπτωση κατάσταση Νιρβάνας, ἀναχωρητισμὸς ἢ ἀπαξίωση τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱερὸς ἐξ ἴσου μὲ τὸν νοητό. Δὲν εἶναι στάση, παθητικότητα καὶ ἀκινησία. Εἶναι κόπωση σώματος καὶ κυρίως κόπωση πνεύματος. Εἶναι δρόμος ἀγώνων καὶ ἠθικῶν ἐπιδόσεων στὰ ἐπιχθόνια στάδια τῆς ὑπάρξεως πρὸς τὴν πορεία μιᾶς συμπαντικῆς ἀνελίξεως κάθε ὄντος, γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἀνωτέρας συνειδήσεως. Ἀναγκαιεί, κι’ αὐτὸ χωρὶς καμμία ἔκπτωση ἢ συγχωρητικὴ διαπραγμάτευση, ἐκ μέρους ἑκάστου ἀνθρώπου, ἡ προσφορὰ του στὴν οἰκογένεια, ἡ προσφορὰ του στὴν ὁμάδα, ἡ προσφορὰ του στὴν πόλη, ἡ προσφορὰ του στὴν φυλὴ του, ἡ προσφορὰ του στὸ σύνολο γενικώτερα.
Ὄχι, τυχαίως καὶ ἀδίκως, ὁ Ἀριστοτέλης ἀποδίδει τὸν χαρακτηρισμό, Ἄνθρωπος, ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον σὲ ἐκεῖνον ποὺ συμμετέχει τῶν κοινῶν τῆς πόλεως του, τὸν μόνον ποὺ μπορεῖ νὰ κληθεῖ πολίτης. Καὶ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὁ πολίτης δὲν ψηφίζει, ἀλλά, στὴν ἐκκλησία τοῦ Δήμου, ἀποφασίζει ὁ ἴδιος γιὰ τὶς τύχες τῆς πόλεως του καὶ τῆς οἰκογένειάς του γιατὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑπήκοος ἀλλὰ συνιδιοκτήτης τῆς πόλεως του. Κάτι ποὺ εἶναι ἄκρως ἀπροσπέλαστη ἔννοια γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα.
Τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ζωῆς τοὺς περιμένει ἀνυπόμονα γιὰ νὰ τοὺς ἀγκαλιάσει ἡ ἱστορία, γι’ αὐτὸ κι’ ὁ τραγωδὸς θὰ πεῖ:
«οὔτοι λείψανα τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἀφαιρεῖται χρόνος· ἁ δ’ ἀρετὰ καὶ θανοῦσι λάμπει.»
Εὐριπίδης. Ἀνδρομάχη. 773-776.
Σ’ αὐτούς, (τώρα) λείψανα ἀγαθῶν ἀνδρῶν, ὁ χρόνος δὲν ὑπάρχει, ἡ δὲ ἀρετή, ἂν καὶ θανόντες, συνεχίζει νὰ λάμπει.
Γενέθλιο λοιπόν, και πνευματικὸ μνημόσυνο στὸν παπποῦ μας Σωκράτη, ποὺ μᾶς χωρίζει ὁ χρόνος μόλις ὀγδόντα (80) γενεῶν.
Ἡ ἀνάμνηση τῆς εἰκόνας αὐτοῦ ποὺ ἔλυσε τὰ δεσμὰ τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα, μὲ τὸ μειδίαμα στὰ χείλη, ἐν πλήρη ἐπιγνώσει τῆς ἀθανάτου πορείας του πρὸς ἕνα λαμπρὸ ἐπέκεινα, τὸ καλύτερο μνημόσυνο εἶναι ἡ μνήμη του. Δηλαδή, ἡ προβολὴ καὶ ἀποτύπωση, τῆς στάσεως καὶ τῶν πράξεων τῆς ζωῆς του, στὶς συνειδήσεις τῶν συνανθρώπων του.
Ὁ θάνατος εἶναι πράξη ζωῆς καὶ στὸν Σωκράτη ἐπιβεβαιώνεται περιτράνως καὶ ἀπεριφράστως, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἱστορικῶς ζεῖ στὶς μνῆμες μας καὶ στὶς συνειδήσεις μας, ὡς αἰώνιο σύμβολο σεβασμοῦ καὶ μιμήσεως. Κι’ αὐτὸ γιατὶ μὲ τὴν σοφία του καὶ τὴν λογικὴ του, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου, ξεπέρασε μειδιώντας αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν θάνατο, ὑπενθυμίζοντας στὸν καθένα μας τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς.
Νὰ δίνει στὴν ὕπαρξη του ἕνα κατανοητὸ περιεχόμενο καὶ συνεπῶς μιὰ δικαίωση.
Εἰς ὅλους χάριτας πλείστας ὀμολογῶ.
ΔΔ Μαϊου ΧΧΔΔΙ (20-05-2021)
Γιάννης Σ. Γκανάσος