ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
Με την Ανάστασιν του Κυρίου, ετελείωσεν η περίοδος του Τριωδίου, περίοδος θλίψεως, νηστείας, μετανοίας και άρχισε από την Αγίαν νύκτα του Μ. Σαββάτου, το χαρμόσυνον Πεντηκοστάριον, το οποίον τελειώνει την Κυριακήν των Αγίων Πάντων. Μία περίοδος χαράς, θριάμβου, για την νίκην του θανάτου και της φθοράς. Και το Απολυτίκιον «Χριστός Ανέστη», είναι μελωδία θριαμβευτική, σαν πολεμικός παιάνας.
Οι Κυριακές της περιόδου αυτής, είναι αφιερωμένες στα πρόσωπα, που έπαιξαν σπουδαίον ρόλον εις την Ανάστασιν του Κυρίου, αλλά και σε θαύματα, που έχουν σχέσιν με την θαυματουργόν ενέργειαν του ύδατος.
Σημαντικόν όμως ρόλον παίζουν και Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι, θεολόγησαν, με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος και έγραψαν αξιόλογα βιβλία, για το σωτηριολογικόν έργον της επιγείου ζωής του Κυρίου, να ωφεληθούν πνευματικά οι άνθρωποι και να γίνουν μιμητές Του.
Ένας μεγάλος Θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας, είναι ο Άγιος Επιφάνιος Επίσκοπος Κύπρου. Ήκμασεν τον 4ον αιώνα και τιμάται την 12ην Μαΐου.
Εγεννήθη στην Κύπρον από πτωχούς γονείς, όταν απέθαναν, επηρεασμένος από την ζωήν δύο ιερομονάχων, του Λουκιλιανού και του Ιλαρίωνα, εγνώρισεν τον Χριστιανισμόν. απεσύρθη στην έρημον της Παλαιστίνης και έζησε αυστηρήν ασκητικήν ζωήν.
Πηγή μας θα είναι, το σπουδαιότερον έργον του «Η εις Άδου κάθοδος του Κυρίου».
Στην Π.Δ. υπήρχεν η αντίληψις, ότι ο Άδης ήταν μία σκοτεινή φυλακή, όπου ευρίσκοντο οι ψυχές δέσμιες, δικαίων και αδίκων, όταν απεχωρίζοντο από το σώμα τους, μετά τον βιολογικόν τους θάνατον.
Όταν ο Λυτρωτής του κόσμου, ήλθεν επί γης, «έλαβεν δούλου μορφήν» και με την ανθρωπίνην υπόστασιν, εκήρυξεν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας, εις τους επί γης ζωντανούς, αλλά και στους προαποθανώντας νεκρούς του Άδη, όταν κατέβηκεν, ως άσαρκος ψυχή, στις άσαρκες ψυχές εκ νεκρών.
Ο Άγιος Επιφάνιος, στο έργον, που αναφέραμε, προσπαθεί με δικόν του τρόπον, να αναλύσει, το μέγα μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας, χρησιμοποιώντας εικόνες, γεμάτες ποίησιν, ομορφιά, αλλά και παράλληλες αντιθετικές εικόνες.
Μετά την ταφήν του Κυρίου, τα πάντα εσιώπησαν. Ο Κύριος «εν σαρκί τέθνηκεν και ο Άδης ετρόμαξεν». Αυτοί που εσταύρωσαν τον ακρογωνιαίον λίθον, Χριστόν, συνετρίβησαν. Ύψωσαν επί ξύλου την πέτραν της ζωής και κατελθούσα εθανάτωσεν αυτούς. Μετά των εν σκότει, το ανέσπερον φως, μετά των αιχμαλώτων ο ελευθερωτής. Σήμερον σωτηρία εις τον κόσμον, τον ορατόν και τον αόρατον.
Άγγελος έφερεν το μήνυμα εις την Παναγίαν για την Γέννησιν του Κυρίου, Άγγελος και τώρα έφερεν το μήνυμα εις την Μαρίαν και την Μαγδαληνήν για την φρικτήν αναγέννησιν εκ του τάφου. Νύκτα ο Χριστός εν Βηθλεέμ γεννάται, νύκτα πάλιν εν Σιών αναγεννάται. Σπάργανα εις την Γέννησιν καταδέχεται, σπάργανα και τώρα κατατυλίττεται. Μετά των δούλων ο Δεσπότης, μετά των νεκρών ο Θεός. Οι απ’ αιώνες κακοιμημένοι αγάλλεσθε και οι εν σκότει και σκιά το μέγα Φως υποδέξασθε.
Η κάθοδος εις τον Άδην συνεχίζεται με ρητορικές ερωτήσεις, που εκφράζουν απορίες, αλλά μένουν αναπάντητες. Εκεί κρύβεται όλον το μυστήριον της Θείας Οικονομίας. Τι έγινεν λοιπόν; Ο εν Άδη Θεός σώζει τους πιστεύσαντας; Χθες τα της ανθρωπότητος, σήμερον τα της Θεότητος; Ο Άδης ήταν δέσμιος, σήμερον δεσμείται ο τύραννος; Χθες κατεδικάζετο, σήμερα τους δεσμίους ελευθερίαν εχάρισεν; Χθές οι άνομοι ενέπαιζον αυτόν, σήμερον οι πυλωροί του Άδου, ίδόντες αυτόν έφριξαν;
Και κατεβαίνει ο Χριστός εις τον Άδην «ως Βασιλεύς και Κύριος» τον προπέμπουν και τον τιμούν, όχι μύριες λεγεώνες Αγγέλων, αλλά μυριάδες Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Ουρανίων ταγμάτων. Κατέρχονται στα καταχθόνια και υποχθόνια και ελευθερώνουν τους από αιώνας, αλυσοδεμένους κεκοιμημένους. Προηγείται ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος βροντοφωνάζει με λαμπρήν, αγγελικήν φωνήν «Άρατε πύλες, για να εισέλθει ο Βασιλιάς της Δόξης». και ο Υμνωδός εμπνέεται, γράφει για να ψάλλομεν θριαμβευτικά «΄Οτε κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον άδην ενέκρωσας, τη αστραπή της θεότητος…», η οποία ετύφλωσεν τους άρχοντες του σκότους, οι πύλες άνοιξαν και οι αλυσίδες του Άδου έσπασαν.
Ο Κύριος πλησίασε τον Αδάμ, τον έπιασεν από το χέρι και του είπε «Έγειρε εκ των νεκρών». Δεν σε έπλασα, για να μένεις φυλακισμένος στο Άδη. Εγώ είμαι η ζωή των θνητών. Για σένα έγινα άνθρωπος, υπέμεινα μαρτύρια, για να ελευθερώσω εσένα και όλον το ανθρώπινον γένος από τον θάνατον. Απέθανε και ανέστην ο Χριστός, για να γίνει Κύριος νεκρών και ζώντων. Και αμέσως ανεστήθη και η Εύα και πλήθος κεκοιμημένων «ηγέρθη εκ των μνημείων» κηρύττοντας την του Δεσπότου, τριήμερον Ανάστασιν.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ Αγαπητοί Αναγνώστες.
Μαρία Τσακανίκα