Ένα Καλοκαιρινό απόγευμα στον Πειραιά
Πλήρη Καλοκαιρινή άπνοια, η θερμοκρασία πάνω από τους 38 βαθμούς και μεις εδώ. Όλοι εδώ να παρακολουθούμε ειδήσεις μήπως και ακούσουμε κάνα καλό μέτρο που θα μας βγάλει από τη μιζέρια την οικονομική που μας έχει καθηλώσει. Δεν είμαστε λιγάκι σχιζοφρενείς; Δεν φαντάζουμε λιγάκι αλλοπαρμένοι με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας; Ζούμε στον κόσμο μας ή μήπως ο κόσμος πρέπει να γίνει σαν και μας;
Ας δούμε όμως κάποιον που αρνείται την καθημερινότητα αυτή της τρέλας, που δεν θέλει να είναι ένα απλό γρανάζι της όποιας μηχανής ή συστήματος, που θέλει να ζήσει πραγματικά τη ζωή και να τη θυμάται για πάντα όμορφα και ωραία.
«Είναι σούρουπο και το βραδάκι πέφτει αργά και νωχελικά» μας διηγείται ένας φίλος και συνεχίζει «το φεγγάρι σηκώνεται σιγά σιγά και το θαυμάζω από την κουπαστή της βεράντας του σπιτιού μου. Είχα βάλει το ξυπνητήρι στις επτά το απόγευμα για να μου θυμίσει να πάω να δω και πάλι τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια που βρίσκονται στον λιμάνι. Είχα ετοιμάσει και τη φωτογραφική μου μηχανή να τα αποθανατίσω, να τα δείχνω αργότερα στους νεώτερους και να τους θυμίζω τα σημερινά χρόνια. Όμως δεν πήγα πουθενά. Έκλεισα το ξυπνητήρι και βγήκα έξω. Ανεβαίνω στην ταράτσα να ρίξω μια ματιά στην γύρω περιοχή. Παντού μια νωχελική ησυχία. Που και που ακούω καμιά κόρνα από αυτοκίνητο ή το μαρσάρισμα κάποιου νεαρού που προσπαθεί να σηκώσει το μηχανάκι του στην πίσω ρόδα και να κάνει σούζα.
Αγναντεύω και αφαιρούμαι όλο και πιο πολύ από τη γλυκιά αυτή βραδιά και ας είμαι στην καρδιά του Πειραιά, και ας είμαι μόνος. Ναι μεν πλήττω αλλά δεν το βάζω και κάτω. Πάντα χαίρομαι να παρατηρώ αυτή την ήσυχη και φιλόξενη πόλη που στέκεται δίπλα μας και σέρνεται κοντά μας χαδιάρικα, επιζητώντας το χάδι και την αγάπη μας.
Πιο κει βλέπω μια μικρή ταράτσα που κοσμείται από μια ομπρέλα θαλάσσης, κάποιες καρέκλες και ένα μεγάλο τραπέζι. Πολλές φορές έχω δει ανθρώπους να διασκεδάζουν μέχρι πρωίας και να προσπαθούν να νοιώσουν την αύρα της θάλασσας. Φαίνεται πως δεν είναι και δύσκολο να αισθανθείς όμορφα σε μια ταράτσα, κάτω από μια ομπρέλα θαλάσσης όταν το θέλεις. Όταν δηλαδή δεν σου λείπει η όρεξη να ζήσεις και να μην περάσεις απαρατήρητα από τον κόσμο αυτό.
Ο Πειραιάς έχει τις δικές του ιδιαίτερες στιγμές που εκδηλώνονται κάθε ώρα και στιγμή. Το σούρουπο γίνεται όλο και πιο σκοτεινό και έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν οι μαβιές ανταύγειες του ήλιου πίσω από τα βουνά της Σαλαμίνας. Το φεγγάρι έχει γίνει φωτεινό για τα καλά και τα φώτα στους δρόμους ανάβουν. Στη μικρή ταράτσα που ανάφερα, έχει κίνηση, το τραπέζι μετακινήθηκε κοντά στη λάμπα του κλιμακοστασίου και η ομπρέλα έκλεισε, μάλλον προσωρινά, γιατί την ανοίγουν και πάλι αργότερα, όπως συνήθως για να προστατεύονται από την δροσιά της νύχτας. Βγήκαν πιο πολλές καρέκλες και μια μικρή φουφού. Κάτι φαίνεται θα ετοιμάζουν και απόψε οι άνθρωποι. Σε λίγο εμφανίστηκε και μια μικρή τηλεόραση για να ρίχνουν και καμιά ματιά στις επαναλήψεις των σειρών, τις ειδήσεις, την πανδημία, τα ρεκόρ και τα μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων.
Άφησα την ταράτσα και κατέβηκα στο δρόμο, άρχισα να περπατώ αργά, η ζέστη της μέρας ήταν ακόμα αισθητή και η ατμόσφαιρα αρκετά θολή και πνιγηρή. Στις εξώπορτες είχαν βγει καρέκλες και οι συζητήσεις είχαν ανάψει για τα καλά. Παντού μια χαρούμενη νότα, παντού μια Πειραιώτικη συντροφιά. Ύστερα από μια μικρή στάση για μια δροσερή μπύρα στην Πλατεία Κοραή γύρισα σπίτι. Ήταν ένα πολύ, όμορφο απόγευμα και ένας καταπληκτικός περίπατος που μπορεί να τον ζήσει ο καθένας μας».
Όλοι ξέρουμε ότι η ζωή είναι λίγη και δύσκολη, μπορούμε όμως να την κάνουμε κάθε μέρα και λίγο καλύτερη, όλο και πιο όμορφη. Να δείτε πως στο τέλος θα αρέσει σε όλους.