ΑΒΟΥΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ
Τα περιστέρια
Στην παραλία μας ξανά,
ταΐζω τα περιστέρια,
κι’ εκείνα έρχονται,
στα χέρια μου μπροστά.
Βλέπετε είμαστε,
πλέον φιλαράκια,
εδώ και τριάντα δύο
χρόνια συναπτά.
Ο γούτος ξεστρατίζει,
παραπέρα,
με πείσμα κυνηγάει,
την περιστέρα.
Να ζευγαρώσει,
θέλει ο καημένος,
γιατί μ’ εκείνη,
είναι πολύ ερωτευμένος.
Μα η περιστέρα του,
σαν γνήσιο θηλυκό,
του κάνει κόλπα,
και ναζάκια ένα σωρό.
Φεύγει και τρέχει,
στρίβει και γυρνά,
κι’ αυτός μ’ επιμονή,
την κυνηγά.
Ξάφνου βαριέται,
ο καημένος τελικά,
και πάει για άλλη,
περιστέρα εκεί κοντά.
Κι’ αυτή γυρίζει,
κι’ έρχεται κοντά του,
στην αγκαλιά του την ζεστή,
στον έρωτα του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΒΟΥΡΗΣ
Από την σειρά ποιημάτων
«Ώρες θάλασσας»