Η αίσθηση του άσπρου μαύρου.
Μία ασπρόμαυρη φωτογραφία ήρθε στα χέρια μου, παλιά οικογενειακή.
Και αμέσως έτσι μου φάνηκε ο φετινός Αύγουστος. Σαν μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Στην ουσία μια γκρίζα αίσθηση με όλη αυτή τη δυσκολία που βιώνουμε.
Μετά από ένα τόσο δύσκολο χειμώνα με τα νεύρα και τις κεραίες μας τεντωμένες, ήρθε και η επιβράβευση του καλοκαιριού. Με όλες αυτές τις καταστροφές και τη στεναχώρια του κόσμου, των ανθρώπων που χάθηκαν τα σπίτια τους και οι περιουσίες τους σε μια στιγμή. Με όλες αυτές τις εστίες φωτιάς που έγιναν ολοκαύτωμα και μας έκαψαν όλους, θα βιώσουμε αργότερα και όλες τις συνέπειες.
Λυπηρό και άδικο, μη μπορώντας να αλλάξουμε κάτι, χωρίς να τιμωρούνται επί της ουσίας οι υπαίτιοι. Το γνωστό πάντα κουκούλωμα και κάτω από το χαλί.
Κάτι παρόμοιο που έχουμε υιοθετήσει σαν λαός στα ίδια μας τα σπίτια.
Ό,τι μας θυμώνει, ό,τι μας στεναχωρεί, ό,τι μας αποξενώνει το θάβουμε κάτω από το χαλάκι. Μη και ταραχτούν τα νερά, ή ο περίγυρος ακούσει κάτι και γενικά τι θα πει ο κόσμος! Γίνονται κάποια ξεσπάσματα. Βγαίνουν πράγματα απ’ τη γραμμή του νεκρού, και μετά πάλι ο καθένας στο πόστο του, όντας όμως λίγο πιο ξελαφρωμένος.
Έχουμε χάσει την αίγλη μας πάντως σαν λαός. Αυτό το ταμπεραμέντο που μας έκανε πάντα γνωστούς. Μας αποθανάτιζαν ακόμα και σε ξένες ταινίες τύπου «γάμος αλλά ελληνικά». «Οι ελληνικοί καυγάδες»!!
Αυτό, που με ανοιχτά παράθυρα γινόταν ο κακός χαμός και είχαν θέμα συζήτησης οι γειτόνισσες με τα σποράκια στο χέρι, στις αυλές. Τι ωραία εποχή! Σαν παλιός κινηματογράφος. Και όμως πλάκα – πλάκα είχε αποτέλεσμα. Έντονα ξεσπάσματα που όμως έπιαναν τόπο. Είχαν αποτέλεσμα μετά. Γιατί και μέσα από τη διαφωνία υπήρχε συζήτηση. Όχι αποξένωση, όχι απομόνωση, όχι σιωπή.
Μήπως θα ’πρεπε να θυμηθούμε ποιοί είμαστε; Μήπως ήρθε η ώρα να βγούμε απ την ύπνωση που θέλουν να μας επιβάλουν με όποιον τρόπο; Είμαστε Έλληνες και το αίμα μας βράζει. Τα χλιαρά ήταν πάντα για τους ξένους.
Σ’ ένα ξενοδοχείο ή μια ταβέρνα πάντα καταλαβαίναμε ποιος ήταν ντόπιος ή ξένος. Απ’ το χαμό και τα γέλια μας, μέχρι τους καυγάδες μας. Τώρα γίναμε όλοι ίδιοι. Νερόβραστοι και βαρετοί. Φορέσαμε όλοι και μια μπούργκα και καθόμαστε ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον με μια οθόνη κινητού ανοιχτή σαν τοίχος αδιαπέραστο.
Δεν ξέρουν οι νέοι πώς να φερθούν, να φλερτάρουν μια κοπέλα. Που είναι επιτέλους το «γκρικ – καμάκι»; Που είναι ο χαμός που γινόταν έξω τα καλοκαίρια; Που είναι η ζωή γενικώς;
Μήπως να ξαναδούμε καμιά παλιά ελληνική ταινία να θυμηθούμε λίγο ποιοί ήμασταν; Μήπως να ξαναμπούμε στο παιχνίδι της ζωής πιο δυνατά;
Καλό είναι να ξαναθυμηθούμε κάποια πράγματα. Κυρίως όμως «ποιοί είμαστε»!
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού να έχουμε! Με υγεία και χαρές! Τα άλλα να μείνουν πίσω!
Σαν μια ασπρόμαυρη εικόνα. Μία παλιά φωτογραφία…
Σοφία Μπουρή