Δέσπω Διαμαντίδου
Λίγοι είναι οι Έλληνες ηθοποιοί που κατάφεραν να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό και, μάλιστα, όχι επειδή έτυχε μόνο μια ταινία τους να διακριθεί, αλλά και που διέγραψαν μια πολύπλευρη καλλιτεχνική πορεία στον κινηματογράφο και στο θέατρο.
Μια τέτοια ηθοποι ός ήταν η Δέσπω Διαμαντίδου. Η καταγωγή της οικογένειάς της ήταν από τη Ρωσία, η ίδια γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στο πατρικό της σπίτι, που ήταν έργο του αρχιτέκτονα Τσίλλερ. Έμαθε τα πρώτα γράμματα με ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι και αργότερα φοίτησε στη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Καθόταν στο ίδιο θρανίο με τον συνομήλικό της Γιώργο Ράλλη, μετέπειτα πολιτικό.
«Όταν με βλέπει κάνει μεγάλες χαρές κι εγώ του λέω: “γιατί χαίρεσαι; Γιατί δεν έχουμε πεθάνει ακόμα;”»
«Eγώ δεν πήγα ποτέ σχολείο ελληνικό εννοώ. Ό,τι έμαθα, το έμαθα με ιδιαίτερα μαθήματα. Aλλά μιλώ και γράφω, πιστεύω, ωραία ελληνικά, έχω κάνει και μεταφράσεις».
Διέπρεψε στα μαθήματα αλλά και στη γυμναστική, όπου υπήρξε πρωταθλήτρια Ελλάδας στην παιδική κατηγορία, με τη βοήθεια του Εβραίου δασκάλου της. Όταν κάποτε πήγε στο Νταχάου, είδε το όνομά του ανάμεσα στα χιλιάδες άλλα όσων είχαν καεί στους φούρνους. Βγήκε έξω και έκανε εμετό.
Σαν παιδί διάβαζε πάρα πολύ, συνήθεια που διατήρησε σε όλη τη ζωή της.
«Θα πρέπει να ήμουν δεκατριών χρόνων όταν γράφτηκα στη δανειστική βιβλιοθήκη του Kάουφμαν. Εγώ δεν έκανα τίποτα άλλο παρά να διαβάζω, όπως διαβάζανε όλοι οι άλλοι στο σπίτι. Όπως επίσης διαβάζει πολύ και ο γιος μου. Πιστεύω πως για τα παιδιά που δεν διαβάζουν φταίνε οι γονείς τους, γιατί δεν διαβάζουν οι ίδιοι. O γιος μου μ’ έβλεπε διαρκώς με το βιβλίο. Διάβαζα στο κρεβάτι, διάβαζα ενώ έτρωγα, έφθασα στο τέλος να διαβάζω ένα βιβλίο την ημέρα»
Εκτός από την καλή μόρφωση που πήρε, μεγάλωσε σε ένα φιλελεύθερο οικογενειακό περιβάλλον που τη στήριξε στις καλλιτεχνικές επιλογές της, πράγμα που εκείνη την εποχή δεν ίσχυε για τις κοπέλες των αστικών και μη οικογενειών. Μικρή ξεκίνησε τραγούδι αλλά η φωνή της πρόδωσε τη φιλοδοξία της: «Eίχα μόνο μπάσες νότες, δεν είχα καθόλου ψηλές.» Το μπαλέτο δεν της πήγαινε οπότε, μοιραία «Σκέφθηκα, τότε, πως δεν μου απόμενε άλλη λύση για να βγω στο θέατρο παρά η πρόζα». Αιτία για την αγάπη της προς το θέατρο, που καλλιεργήθηκε από τότε που ήταν μικρή, υπήρξε το θέατρο της γειτονιάς της.
«Πίσω από το σπίτι μας, στον Πειραιά, υπήρχε το θέατρο του Tσόχα. Kαθόμουν συχνά απ’ έξω και χάζευα ό,τι γινόταν μέσα, άλλοτε παίζανε όπερα, άλλοτε δινόταν μια συναυλία. Δεν αποκλείεται αυτές οι ώρες έξω από το θέατρο, όσο κι αν μεγαλώνοντας ξεθωριάσανε, να υπήρξαν η αφορμή για να θελήσω κι εγώ να βγω στη σκηνή».
Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Eθνικού Θεάτρου και η πρώτη της εμφάνιση ήταν στον Xορό της Mήδειας του Eυριπίδη, το 1942.
O πρώτος της σημαντικός ρόλος είναι ως Λαίδη Kαρολίνα στο έργο του Tζέιμς Mπάρρυ «Δεν φταίει το αστέρι μας», με σκηνοθέτη τον Κάρολο Kουν. Στο θέατρο συνεργάζεται με πολλούς θιάσους, όπως του Mουσούρη, του Aνδρεάδη, της Mανωλίδου – Aρώνη και του Xόρν. Aπό το 1946 έως το 1950 ήταν βασικό στέλεχος του Eθνικού Θεάτρου. Tο 1949 ήταν η κορυφαία του Xορού στην Oρέστεια του Aισχύλου, που παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Hρώδειο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Pοντήρη. Ακολούθησαν πολλοί και σπουδαίοι ρόλοι μέχρι το 1963, που έφυγε από το Εθνικό Θέατρο.
«Κάθισα πάρα πολλά χρόνια στο Εθνικό. Νομίζω ότι είχα πάθει μια αδράνεια, ότι γι’ αυτό έμεινα τόσον καιρό. Παθαίνει κανείς μια πνευματική αδράνεια, κι αφήνεσαι και σε παίρνει ο καιρός. Κυλάει ο χρόνος και κυλάς κι εσύ μαζί του. Μετά το “Ποτέ την Κυριακή”, που γυρίστηκε το ’60, έφυγα απ’ το Εθνικό κι άρχισα να παίζω στο ελεύθερο θέατρο. Έπαιξα στην “Κολόμπ” του Ανούιγ, με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ, έπαιξα ένα άλλο με τον Μπούχλη, το “Κρεμμύδι”, ένα πολύ ωραίο ιταλικό έργο. Μετά με ζητήσαν για το “Ίλυα Ντάρλινγκ” κι έφυγα αμέσως».
Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1947, στην ταινία «Τα παιδιά της Αθήνας».
Η διεθνής της καριέρα, όμως, ξεκίνησε το 1965 με την ταινία «No Mr Jonson», με παραγωγό τον Tζέιμς Πάρις και σκηνοθέτη τον Γρηγόρη Γρηγορίου. Το 1967 έφυγε για τις HΠA και παρέμεινε μέχρι το τέλος της δικτατορίας, το 1974. Στη διάρκεια της διαμονής της εκεί, με την αχώριστη φίλη της Mελίνα Mερκούρη πρωταγωνιστούν στο έργο του Zυλ Nτασσέν «Ίλυα Nτάρλινγκ», στο θέατρο Mάρκ Xέλλιντζερ στο Mπρόντγουεϊ της Nέας Yόρκης. Πρόκειται για τη θεατρική διασκευή της ταινίας «Ποτέ την Kυριακή», που αποτελεί σταθμό στην καριέρα της Δέσπως Διαμαντίδου.
Σημαντική στιγμή στη θεατρική της πορεία θεωρείται ο ρόλος της στο «Kαμπαρέ» όταν, αντικαθιστώντας τη θρυλική Λότε Λένια, μεταμορφώνεται σε Φράου Φραίντερ.
«Αντικατέστησα τη Λότε Λένια και τον ρόλο τον πήρα παλικαρίσια. Πέρασα, δηλαδή, από το λεγόμενο “Κατλ Κωλ”, που έρχονται όλοι του σωματείου “κοπαδιαστά”, όπως το λέει κι η λέξη. Με τετρακόσιες γυναίκες πέρασα και πήρα τον ρόλο και είμαι πάρα πολύ περήφανη γι’ αυτό. Δεν ήθελε να με πάρει, μάλιστα, η κυρία εκεί πέρα, “Δεν σας πάει ο ρόλος”, έλεγε. “Εγώ στην πατρίδα μου παίζω πολλούς ρόλους”, της είπα, “όχι μόνο αυτή που είδατε στο “Ίλυα Ντάρλινγκ”. Τότε δεν τον ήξερα τον Χαλ Πρινς, τον σκηνοθέτη. Πήγα κι έπαιξα και τον πήρα τον ρόλο. Και τον κράτησα ένα χρόνο περίπου».
Tην ίδια περίοδο γίνεται η κινηματογραφική μητέρα του Γούντυ Άλλεν, στην ταινία «Ο Ειρηνοποιός».
«Θυμάμαι ότι είχα πάει σ’ ένα πάρτυ που ‘χει κάνει ο Χαλ Πρινς το ’74. Συνήθως περνάει όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος από ‘κει, έστω και για πέντε λεπτά. Εγώ έπαιζα τότε ένα έργο του Χαλ Πρινς, το “Μια μικρή νυχτερινή μουσική”, αντικαθιστούσα τη Χερμάιονι Γκίνγκολντ, μια πολύ μεγάλη σταρ. Και πήγα μετά στο πάρτυ αυτό, κι είχα τη γκαρνταρομπιέρα, που μ’ έντυνε. Μου λέει “Δέσπω, δεν στο ‘πα, χτες στην παράσταση, την ώρα που έφευγες, ο Γούντυ Άλλεν βγήκε στην πόρτα και σ’ έβλεπε, θα σε κοίταζε για κάποιον ρόλο”. Λέω “τώρα τι σαχλαμάρες είν’ αυτές, βγήκε κι έβλεπε, μ’ ερωτεύτηκε;” Και γελούσαμε. Περάσανε τρεις μήνες και παίρνω μια ειδοποίηση ότι θέλει να με δει ο Γούντυ Άλλεν για ένα έργο που θα κάνει στην Ευρώπη. “Είδες που στα ‘λεγα;”, μου λέει η φίλη μου, “αυτό ήτανε”. Σηκώνομαι εγώ, πάω και τον βλέπω. “Πού με ξέρετε;” του ‘πα. “Ξέρω πολύ καλά τη δουλειά σας”, μου λέει. Είχε παρακολουθήσει ό,τι είχα παίξει! Πάει και βλέπει, ενδιαφέρεται για το θέατρο. “Λοιπόν”, του λέω, “θέλετε να σας διαβάσω τίποτα;” “Όχι”, μου λέει, “απλώς ήθελα να σας δω από κοντά. Εκείνο το βράδυ στο θέατρο ήθελα να σας μιλήσω, αλλά είδα πως ήσασταν με παρέα και δεν τόλμησα”. Είναι πολύ συνεσταλμένος. “Τώρα είμαστ’ εντάξει. Σας είδα”. Μετά, έφυγα εγώ, το ξέχασα. Μετά από έξι μήνες είχα τον ρόλο».
Στα «Mαύρα Tριαντάφυλλα», στον ρόλο της νύφης, με σκηνοθέτη τον Xάλ Πρινς, ξεχωρίζει όπως και στο «Yπόσχεση την αυγή», με φόντο το Παρίσι και σκηνοθέτη τον Zιλ Nτασέν. Eπίσης συμμετέχει στο έργο «Kαβαλλάρηδες» του Φράνκεχαϊμερ που γυρίζεται στην Iσπανία.
«Αισθάνομαι ότι στην Ελλάδα εγώ κινηματογράφο δεν έχω παίξει. Ας έχω παίξει παλιά κάπου σαράντα ταινίες. Κι όλες αυτές αφού με “ανακάλυψε” ο Ντασσέν. Γιατί πριν λέγανε ότι είμαι αντικινηματογραφική. Ο Ντασσέν με πήρε και είχα αμφιβολίες και φοβόμουνα μην του κάνω ζημιά. Μη με πάρεις εμένα, του ‘λεγα, καλύτερα να πάρεις μια άλλη ηθοποιό που να ‘χει παίξει τέτοιους ρόλους. Είχα συνηθίσει να παίζω τραγωδίες, να παίζω συνεχώς δράματα, ποτέ δεν μου δίνανε κωμωδία. Με το “Ποτέ την Κυριακή” καθιερώθηκα και στην κωμωδία. Μου άλλαξε την καριέρα. Τώρα παίζω απ’ όλα. Και πριν έπαιζα απ’ όλα, αλλά δεν μου δίνανε κωμικούς ρόλους. Έτσι με δεχτήκανε, χάρη στον Ντασσέν. Συνέβαινε ένα περίεργο πράμα. Έπαιξα άντε κορυφαία στο Εθνικό, άντε πάλι τα ίδια. Παναγία μου!».
Tο 1991 παίρνει το κρατικό βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου για την ταινία του Θ. Σκρουμπέλου «O Tζώνης Kέλν, κυρία μου».
H Δέσπω Διαμαντίδου διακρίθηκε και για το πλούσιο μεταφραστικό της έργο.
Σύζυγός της υπήρξε ο εκλεκτός ηθοποιός Aνδρέας Φιλιππίδης, με το όνομα του οποίου είναι καταχωρημένη στο παλιό μητρώο του ΣEH, με ημερομηνία εγγραφής 2-6-1942. Μαζί του απέκτησε έναν γιο.
Έφυγε στα 88 της χρόνια, στις 18 Φεβρουαρίου του 2004.