Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΑΡΕΙΜΑΝΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ – Μέρος 2(α).Το πρώτο προεπαναστατικό στρατιωτικό σώμα γυναικών Σούλι. Σουλιώτες – Σουλιώτισσες

Γράφει η Κυριακή Μάγκουρα – Αγγελάκη

σαμουήλΑνατολικά του Θεσπρωτικού κόλπου, στα απρόσιτα Κασσιόπια όρη και πάνω από τον Αχέροντα ποταμό, στα υψώματα με τις απότομες πλαγιές και τα φυσικά οχυρά, εύρισκαν καταφύγιο οι Ηπειρώτες, όταν κινδύνευαν από ξένους κατακτητές, από τα πανάρχαια χρόνια. Ο τόπος αυτός έμενε ελεύθερος. Οι κάτοικοί του επιδόθηκαν στην πολεμική τέχνη και τη σωματική άσκηση, καλλιεργώντας την αγάπη για την Ελευθερία και τη Φιλοπατρία. Από τις ασχολίες αυτές και τις αρετές δεν αποκλείονταν οι γυναίκες που ήταν ισάξιες των ανδρών. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά ήταν ετοιμοπόλεμοι. Ήταν μια ιδιαίτερη κοινωνία κατά βάση πολεμική που τα μέλη της ζούσαν αποκλειστικά από την πολεμική λεία.

Στην «Ιστορία του Ελληνικού Κόσμου», τ. Β’ σελ.248, ο Σαράντος Καργάκος γράφει : «Οι Σουλιώτες υπήρξαν γέννημα του πόθου για ελευθερία». Ο πρώτος πυρήνας τους ήταν αλβανικός προερχόμενος από τις διαλυμένες στρατιές του Σκεντέρμπεη ή Ισκεντέρ μπέης. Ο Σκεντέρμπεης ήταν Αλβανός πατριώτης και εθνικός ήρωας. Οι Αλβανοί αυτοί, 200 τον αριθμό, με αρχηγούς τους Μποτσαραίους και τους Τζαβελαίους, ήταν χριστιανοί από την φυλή των Τσάμηδων. Εγκαταστάθηκαν στα Κασσιόπια όρη και αναμείχθηκαν με το εντόπιο στοιχείο και σταδιακά εξελληνίστηκαν.

Οι εν λόγω Αλβανοί έλκουν την καταγωγή τους, καθώς και οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου, μάλλον από τις ιλλυρικές περιοχές, όπου το 1550 περίπου ήρθαν στο Σούλι διωκόμενοι από τους Τούρκους. Η επιφανής οικογένεια του Σουλίου, οι Μποτσαραίοι, σύμφωνα με την παράδοση κατάγονταν από το χωριό Δραγάνη της Παραμυθιάς. Εγκαταστάθηκαν στο Σούλι εξαιτίας των άγριων διώξεων των Τούρκων επειδή συμμάχησαν με τον Σκεντέρμπεη. Σούλι σημαίνει σκοπιά, Βίγλα και ήταν οικισμός από τον 16ο αιώνα. Η πρώτη φάρα των Μποτσαραίων είχε εγκατασταθεί στο χωριό Μπότσαρη, κοντά στη σημερινή «Λάκκα του Μπότσαρη» από τον Κίτσο (Χρήστο) Μπότσαρη.

Οι Τζαβελαίοι και οι Μποτσαραίοι βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη και εναλλάσσονταν στο αξίωμα του Πολέμαρχου και αρχηγού των Σουλιωτών. Και οι δύο φάρες ηγήθηκαν πολλές φορές των Σουλιωτών εναντίον των διαφόρων πασάδων της Ηπείρου και κυρίως του Αλή Πασά. Τον πρώτο οικιστικό πυρήνα των Σουλιωτών απετέλεσαν τα χωριά της Θεσπρωτίας, Σούλι, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκος, το «Τετραχώρι», Τσεκούρι, Βίλια, Περεχάτι, Αλποχώρι, Γκιανόλα, Κονιάτες και Τσιφλίκι. Τον 17ο αιώνα τα έντεκα χωριά αριθμούσαν 6.000 κατοίκους και είχαν ένοπλη δύναμη 1.700 ανδρών. Σύντομα έθεσαν υπό τον έλεγχό τους ακόμη 60 ή 66 χωριά της περιοχής, «Τα Παρασουλιώτικα». «Στην Ιστορία, οι Σουλιώτες παρουσιάζονται ως μια κοινότητα πολεμιστών, οργανωμένη με αυστηρούς άγραφους νόμους, με πατριαρχική διοίκηση, με στρατιωτική αγωγή και οργάνωση, από την οποία δεν έλειπε η διατήρηση τακτικής φρουράς» αναφέρει ο Κώστας Μπίρης στο έργο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού», Αθήνα 1990. Οι 19 πατριές ή φάρες των Σουλιωτών, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, Σεχαίοι, Κουτσονικαίοι, Ζερβαίοι, Δαγκλήδες κ.ά., αποτελούσαν ένα είδος ελεύθερης συμπολιτείας που τη διοικούσε ένα συμβούλιο, το «Κριτήριο της Πατρίδος». Ο αρχηγός κάθε μεγάλης φάρας συμμετείχε στο συμβούλιο αυτό. Η Συνέλευσή τους εξέλεγε τον στρατιωτικό αρχηγό κι ελάμβανε όλες τις σημαντικές αποφάσεις.

Ήταν τυπικά υποτελείς στον Σουλτάνο, πλήρωναν έναν μικρό φόρο και ζούσαν ουσιαστικά αυτόνομα. Τρεις περιοχές της υπόδουλης Ελλάδας ήταν στην ουσία ανεξάρτητες, «τα Κάστρα της Λευτεριάς»: η Μάνη, το Σούλι και τα Σφακιά, χάρη στον πολεμικό χαρακτήρα των κατοίκων τους και στο απρόσιτο έδαφός τους. Οι σουλτάνοι πολλές φορές διέταξαν τους πασάδες των Ιωαννίνων να υποδουλώσουν τους Σουλιώτες, αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Το 1732, ο Χατζή Πασάς, πρώτος εξεστράτευσε με 3.000 στρατιώτες και απέτυχε. Το 1754, ο Μουσταφά Πασάς επιχείρησε το ίδιο, αλλά κι αυτός απέτυχε. Όπως και ο Σουλεϊμάν Τζαπάρης Πασάς, το 1772. Τον Απρίλιο του 1787, ο Αλή Τεπελενλής διορίστηκε στη θέση του δερβετζή Πασά, δηλαδή του αρχηγού του σώματος των φρουρών των δημοσίων δρόμων και διαβάσεων. Το αξίωμα αυτό έδινε το δικαίωμα στον κάτοχό του να διατηρεί στρατό σε όλες τις περιοχές της δικαιοδοσίας του. «Οι ταραχές που προκαλούσαν ορισμένοι μπέηδες των Ιωαννίνων έδιναν στον Αλή την απαραίτητη δικαιολογία να επεμβαίνει» γράφει ο Γκριγκόρ Λ. Αρς στο βιβλίο του «Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη και στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα», Εκδ. Gutenberg, 1994, σελ. 153. Ο Αλή Πασάς θα βάλει ως στόχο την οριστική εξόντωση των Σουλιωτών, πράγμα που θα πετύχει τελικά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *