ΑΡΕΙΜΑΝΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ – Μέρος 2(β).(Το πρώτο προεπαναστατικό στρατιωτικό σώμα γυναικών) . Σούλι. Σουλιώτες – Σουλιώτισσες
(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Γράφει η Κυριακή Μάγκουρα – Αγγελάκη
«Ο Αλή Πασάς (1744-1822), Αλβανός ταπεινής καταγωγής από το Τεπελένι, ήταν ληστής, ραδιούργος, ιδιαίτερα ευφυής και υπερβολικά φιλόδοξος. Με πλαστογραφία φιρμανιού κατόρθωσε να γίνει πασάς των Ιωαννίνων και επεδίωκε να δημιουργήσει ανεξάρτητο κράτος από τον Σουλτάνο. Γι’ αυτό έδειχνε φιλία προς όλους. Ιδιαίτερα περιποιόταν τους Έλληνες για να τους χρησιμοποιήσει στην πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του. Οργάνωσε στρατό κατά τα γαλλικά πρότυπα, αποτελούμενο από Αλβανούς και Έλληνες. Πολλοί διαπρεπείς οπλαρχηγοί κοντά του διδάχτηκαν την τέχνη του πολέμου (Ανδρούτσος, Διάκος, Καραϊσκάκης)».
Όταν έγινε Πασάς των Ιωαννίνων, ο Αλή αποφάσισε να εξοντώσει οριστικά τους Σουλιώτες. Ήταν ο μοναδικός τόπος «εμπόδιο» στα επεκτατικά σχέδιά του. Κυριάρχησε σε όλη την Ήπειρο, τη Νότια Αλβανία, τη Μακεδονία, την Ανατολική Ελλάδα και για λίγο καιρό στην Πελοπόννησο. Για το αγέρωχο Σούλι, οργάνωσε τρεις εκστρατείες. Στην Α’ εκστρατεία του, το 1789, οι Σουλιώτες τον απέκρουσαν ηρωικά και αποδεκάτισαν τον πολυάριθμο στρατό του. Στη Β’ εκστρατεία, το 1792, αν και χρησιμοποίησε δόλο, απέτυχε να υποτάξει τους ανδρείους Σουλιώτες χάρη στην πολύτιμη βοήθεια των γενναίων Σουλιωτισσών.
Ιούνιος 1792 – Η Απάτη
Ο αιμοβόρος Αλή Πασάς ζήτησε τη συνδρομή των Σουλιωτών για να εκστρατεύσει δήθεν κατά του Αργυροκάστρου. Έτσι πίστευε ότι θα τους υποτάξει, καθώς θα τους έπιανε ανυποψίαστους και απροετοίμαστους. Οι Σουλιώτες ωστόσο υποψιάστηκαν την απάτη, αλλά δεν αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν για να μην δώσουν αφορμή για εχθροπραξίες. Έστειλαν τον αρχηγό τους, Λάμπρο Τζαβέλα, τον γιο του, Φώτο, και 70 επίλεκτους πολεμιστές. Κατά την πορεία προς το Αργυρόκαστρο, κοντά στη Ζίτσα, ο Αλή Πασάς διέταξε τη σύλληψή τους, τον αφοπλισμό τους και ως ομήρους τους φυλάκισε στα Γιάννενα. Πίστευε ότι χωρίς τον Λάμπρο θα μπορούσε να καταλάβει το Σούλι. Όταν πλησίασε στο Σούλι, κατάλαβε την πλάνη του και επέστρεψε στα Γιάννενα χωρίς να δώσει μάχη. Αποφάσισε τότε να χρησιμοποιήσει τον Λάμπρο με διπλωματικό τρόπο. Υποσχόμενος σ’ αυτόν ελευθερία και αξιώματα, του ζήτησε να παραδώσει το Σούλι αμαχητί. Ο Λάμπρος υποκρίθηκε αποδοχή της πρότασής του και αφέθηκε ελεύθερος. Ο Αλή όμως κράτησε ομήρους τους υπόλοιπους Σουλιώτες. Ο Λάμπρος, από το Σούλι, του έγραψε μια επιστολή: «Χαίρομαι που γέλασα έναν δόλιο σαν κι εσένα. Είμαι εδώ να διαφεντεύω το Σούλι. Ο γιος μου, ο Φώτος, το ξέρω, θα πεθάνει, αλλά εγώ θα εκδικηθώ τον θάνατό του. Αν ο γιος μου δεν είναι πρόθυμος να πεθάνει για την πατρίδα, δεν είναι άξιος γιος μου». Έτσι, μαζί με τον Γιώργη Μπότσαρη (πατέρα του Μάρκου) οργάνωσαν κραταιά αντίσταση κατά των Αλβανών μέχρις εσχάτων. Ο Αλή με 12.000 στρατό, πεζούς και ιππείς, και με τη συμμετοχή του γιου του, Μουχτάρ Πασά, του Αλβανού οπλαρχηγού του στρατού Σιλιχτάρ Πόττα και του Αλβανού Μπιστομπόνος, ξεκινά τις επιθέσεις. Το τελικό χτύπημα δόθηκε την 20η Ιουλίου 1792.
Η Μάχη της Κιάφας
Η πρώτη Σουλιώτισσα καπετάνισσα, Μόσχω Τζαβέλα
Για τέσσερις συνεχόμενες ώρες τα όπλα δεν σταμάτησαν να αντηχούν στα υψώματα των βουνών και από τις δυο πλευρές. Είναι κατακαλόκαιρο, 20 Ιουλίου 1792. Τα όπλα λόγω της υψηλής θερμοκρασίας περιήλθαν σε αχρηστία, με αποτέλεσμα και οι δυο πλευρές να κηρύξουν προσωρινή ανακωχή. Οι γυναίκες των Σουλιωτών πολεμιστών, που είχαν καταφύγει στην Κιάφα (ένα φρούριο που κυριαρχούσε στην περιοχή του Σουλίου και το είχαν χτίσει οι Σουλιώτες στα χρόνια της σκλαβιάς), είδαν από τους βράχους ότι οι εχθροί προχωρούσαν προς τα πάνω. Πρόσεξαν ότι δεν ακούγονταν οι κρότοι των όπλων της μάχης και υπέθεσαν ότι οι άντρες τους απέκαμαν ή ότι οι Οθωμανοί τους σκότωσαν και έρχονταν να τις αιχμαλωτίσουν. Μέχρι στιγμής, το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο και οι Σουλιώτες έπρεπε να κάνουν αντεπίθεση.
Τότε η σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα, η Μόσχω Τζαβέλα (1760 – 1803), 32 ετών, ξεσηκώνει τις Σουλιώτισσες να πάρουν τα όπλα και να τρέξουν κατά των Τουρκαλβανών, να πεθάνουν πολεμώντας με τους άντρες τους. Καταστρώνει αμέσως το σχέδιο, ως αρχηγός των 400 ενόπλων γυναικών, αλλά και των αμάχων. «Μόνο οι γριές και τα παιδιά θα μείνουν πίσω και θα γκρεμιστούν στα βράχια όταν οι εχθροί καταλάβουν την Κιάφα, ώστε να μην αιχμαλωτιστεί κανείς», τους παροτρύνει η Μόσχω. Είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στον προεπαναστατικό αγώνα η πτώση σε γκρεμό. Η βροντερή φωνή της σχίζει και τα βράχια ακόμη: «Αδελφαί! Ο πόλεμος έπαυσεν, οι Τούρκοι ως φαίνεται ενίκησαν και έσφαξαν τους άντρες, τα παιδιά, τους συγγενείς και όλους τους συμπολίτες μας. Ημείς λοιπόν τι πρέπει να κάμωμεν; Να παραδοθώμεν σκλάβες εις τους Τούρκους ή να αποθάνωμεν καθώς οι συγγενείς μας;» Όλαι εκ συμφώνου αποκρίθηκαν: «Θάνατον μάλλον προκρίνομεν ή σκλαβίαν». Η Μόσχω τότε απεκρίθη: «Εάν προκρίνητε τον θάνατον, δράξατε τα όπλα και ακολουθήσατέ μοι. Ας μείνωσι εδώ μόνο οι γραίαι και τα τρυφερά τέκνα μας, τα οποία, αφού αποθάνωμεν ημείς, ας τα ρίψωσι κάτω από τούτον τον βράχο, έπειτα ας ριφθώσι αυταί κατόπιν».
Έτσι οι γυναίκες ανέβηκαν τρέχοντας στη ράχη όπου από πίσω ήταν ο εχθρός και οι «σκοτωμένοι Σουλιώτες». Έκπληκτες τότε βλέπουν τι πραγματικά συμβαίνει και η Μόσχω με στεντόρεια φωνή λέει: «Επάνω τους, επάνω τους, αδελφές! Τι τα κοιτάτε τα σκυλιά;» Δίπλα της στέκεται η κόρη της, η Σόφω, με το όπλο στο χέρι. Οι γυναίκες ορμούν με θάρρος κατά των Αλβανών, άλλες πυροβολούν ασταμάτητα, άλλες κυλούν ογκώδεις λίθους βρίζοντας και αλαλάζοντας. Το τούρκικο ασκέρι τρέπεται σε φυγή. Οι Αλβανοί σαστισμένοι από την αιφνίδια επίθεση των γυναικών πετούν κάτω τα όπλα και πανικόβλητοι τρέχουν να σωθούν. Οι Σουλιώτες βλέποντας τις γυναίκες ασυγκράτητες κάνουν γιουρούσι και με τα ξίφη σκοτώνουν τους εχθρούς. Ο ίδιος ο Αλή λέγεται ότι έσκασε δυο άλογα μέχρι να φτάσει ντροπιασμένος στα Γιάννενα.
Έτσι λοιπόν μια χούφτα άνθρωπο συνέτριψαν τον στρατό του πανίσχυρου Αλή Πασά. 2.000 περίπου οι νεκροί, κατ’ άλλους 3.000, και 207 αιχμάλωτοι, ο απολογισμός στο εχθρικό στρατόπεδο. 74 νεκροί Σουλιώτες, 97 άντρες τραυματίες και 2 γυναίκες. Ανάμεσα στους νεκρούς Σουλιώτες και ο ανιψιός της Μόσχως, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο γιος του Διαμαντή Τζαβέλα, αδελφού του Λάμπρου, που με 16 παλικάρια είχαν κλειστεί σε μια «Κούλια» (πύργο) και χτυπούσαν τον εχθρό από τα νώτα. Όταν έφθασε η Μόσχω στον πύργο με σκοπό να τους ελευθερώσει, είδε τον Κίτσο νεκρό. Είχε σκοτωθεί μισή ώρα πρωτύτερα. Έσκυψε, τον φίλησε, του σκέπασε το πρόσωπο με την ποδιά της λέγοντάς του: «Επειδή, ανεψιέ μου, δεν επρόφθασα να γλιτώσω την ζωή σου, ιδέ τρέχω να εκδικηθώ τους εχθρούς και φονείς σου» και όρμησε ξανά στη μάχη. Ο Περραιβός αναφερόμενος στη Μόσχω έγραψε : «Αυτή είναι η γυναίκα του Καπετάν Τζαβέλα και μητέρα του Φώτου Τζαβέλα, αυτή μπορεί να συναριθμηθεί με τις παλαιές ηρωίδες. Ενώ εγίνετο η μάχη, άρπαξεν ένα τζεκούρι (μην έχουσα τα κλειδιά) και συνέτριψεν τρία σεντούκια όπου είχε σπίτι της γεμάτα φουσέκια και παίρνωντάς τα μαζί με τροφές αρκετές εξ ιδίων της, τα φόρτωσεν σε ανθρώπους, σε ζώα κι επάνω στους ώμους της, κι έτρεχε σε μετερίζια και τα εμοίραζε στους πολεμούντας». Ανάμεσα στους τραυματίες της μάχης και ο σύζυγος της Μόσχως, ο Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλας, ο οποίος πέθανε μετά από λίγο. Τη θέση του στη δημογεροντία των Σουλιωτών έλαβε η Μόσχω. Την τιμούσαν ιδιαίτερα και της δόθηκε το δικαίωμα να βρίσκεται σε όλα τα συμβούλια των ανδρών που αφορούσαν την τύχη του Σουλίου. Σε όλους τους αγώνες κατά του Αλή λάμβανε ενεργότατο μέρος. Ήταν η πρώτη καπετάνισσα του Σουλίου. Η ζωή και η δράση της συγκλόνισαν όχι μόνο τον ελληνισμό προεπαναστατικά αλλά ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής. Οι ηρωικές πράξεις της ενέπνευσαν την φιλελληνική τέχνη. Η Καπετάνισσα Μόσχω Τζαβέλα αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα τόλμης και ανδρείας. Έγινε σύμβολο υπέρ του αγώνα του ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία του. Την μιμήθηκαν στη συνέχεια κι άλλες Σουλιώτισσες, επώνυμες και ανώνυμες. Πρώτη και καλύτερη η Χάιδω Σέχου, για την οποία θα μιλήσουμε στην επόμενη ανάρτησή μας.