ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ.ΟΙ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΑΣ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ-ΠΙΣΙΔΗΣ
Τελικά οι γυναίκες μπορεί να μας καταπιέζουν, ακόμη κι αν γκρινιάζουν, έστω κι αν κάνουν τη ζωή μας δύσκολη, εμείς τις αγαπάμε και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτές και ανεχόμαστε κάθε παραξενιά και ιδιοτροπία τους. Αν όμως θέλεις να φέρεις μια γυναίκα με τα νερά σου, πρέπει να έχεις υπομονή, επιμονή, και να την αγαπάς.
Κατ’ αρχήν ποτέ δεν πρέπει να αναφέρεις «κουσούρι», ελάττωμα, μια ανατομική ατέλεια, καμπούρα στη μύτη, στραβά πόδια, κλπ.
Θυμάμαι την περίπτωση ενός φίλου, όταν είπε στη σύντροφό του ότι πρέπει να πάει σε πλαστικό χειρουργό να ισιώσει τη μύτη της που «κοιτάζει» προς τα κάτω, τον κοίταξε λοξά και εξαφανίστηκε.
Άλλη περίπτωση. Κάποιος συνέστησε στη φίλη του να φοράει φαρδιά παντελόνια για να μη φαίνονται τα «ολίγον» στραβά πόδια της. (Αυτή συνήθιζε να φορά φουστάνι και μάλιστα… μίνι.) Η αντίδρασή της ήταν να του τραβήξει ένα… χαστούκι, να φύγει, και να μην τη δει ξανά.
Βέβαια, εκτός από τις πιστές υπάρχουν και οι άλλες που αρέσκονται στα… ξινά. Όπως η κυρία της παρακάτω ιστορίας.
Τη μέρα της μεγάλης νεροποντής, μια γυναίκα για να σωθεί είχε ανέβει πάνω σ’ ένα ΙΧ. Την είδε κάποιος νεαρός, ζύγωσε με το δυνατό ΙΧ που είχε, την έβαλε μέσα και πήγαν σ’ ένα μπαρ. Αφού κοπάνησαν 2-3 σφηνάκια ουΐσκι, ξεκίνησαν για κάποιο ξενοδοχείο. Όμως κάπου στην ερημιά κλάταρε το λάστιχο και σταμάτησαν. Κοίταξε ο νεαρός στο πορτμπαγκάζ μα η ρεζέρβα ήταν σκασμένη. Έτσι μπήκε στο ΙΧ κι άρχισε να «παίζει» ερωτικά με την κυρία. Ξαφνικά, σταμάτησε από πίσω ένα ΙΧ και ζύγωσε ένας τύπος και του άνοιξαν.
— «Μήπως χρειάζεστε κάτι;» ρώτησε στα σκοτεινά. Τότε ο οδηγός βγήκε έξω.
— «Άκουσε φίλε,» του είπε, «αν μου δώσεις το αμάξι σου για να πάω να φτιάξω τη ρεζέρβα, θα σε βάλω μέσα να «παίξεις» με την κυρία· δέχεσαι;»
Βεβαίως δέχτηκε ο τύπος —κορόιδο ήτανε;— μπήκε μέσα κι άρχισε το «παιγνίδι», όταν σε λίγο σταμάτησε ένα περιπολικό της αστυνομίας. Πλησίασε το «όργανο» κι έριξε φως με τον φακό του στο ζευγάρι.
— «Τι κάνετε εκεί;» ρώτησε αυστηρά.
— «Τι κάνουμε… δεν βλέπεις;… φιλιόμαστε με τη γυναίκα μου», απαντά ο άντρας.
— «Συγγνώμη, γυναίκα σου είναι; Δεν το ήξερα.»
— «Κι εγώ δεν το ήξερα, μα όταν “έριξες φως”, τότε το διαπίστωσα».