Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Αναμνήσεις μιας όμορφης ζωής

Θύμισες

Μητσάκου Ευγενία

Όσο περνούν τα χρόνια

οι θύμισες φουντώνουν

γεμάτες πίκρες και χαρές

όμως μας ξανανιώνουν.

 

Όμορφες μέρες τρυφερές

μπέσα και καλοσύνη

κι ας ήταν πάνω στο ψωμί

μονάχα η θρεψίνη.

 

Στο γάντζο έξω στην αυλή

κρεμιόταν τα φανάρι

κι ολονυχτία κάναμε

στου Άη Μηνά την χάρη.

 

μάμποΣτην σάλα μέσα το σερβάν

κι ένα καφέ τραπέζι

πάνω λουκούμια και λικέρ

και λίγο πετιμέζι.

 

Καζάνι με νερό βραστό

ρούχα μέσα στην σκάφη

χύμα κολόνια και μπριγιόλ

σ’ ένα γδαρμένο ράφι.

 

Κάτω από το σκεπαστό

κλουβί με καρδερίνα

στα κεραμίδια λιάζονταν

ο γάτος κι η ψιψίνα.

 

κληδοναςΑπόγευμα ή και πρωΐ

στα χέρια το τεφτέρι

εις τον Παρθένη πήγαινα

χαψάκια και κασέρι.

 

Το κρέας κάθε Κυριακή

κρασάκι για εβίβα

και το λουλάκι το ΝΤΕΣΤΡΕ

μαζί με αλισίβα.

 

Μαρίδα από το Φάληρο

κι ολόφρεσκα τα ρείκια

μα στην κουζίνα βάζαμε

τις φάκες για ποντίκια.

 

Ο παγοπώλης άφηνε

μισή κολώνα πάγο

και για να πιούμε κρύο νερό

εκάναμε το μάγο.

 

Η σούστα πέρναγε νωρίς

λάχανα κουνουπίδια

μα εγώ τ’ αλόγου κοίταζα

τα δυό του μαύρα… «φρύδια».

 

Με φίλους παίζαμε κρυφτό

στου μούστου τα βαρέλια

ύστερα εις τον Παστρικό

να πάρουμε παστέλια.

 

Για τον πονοκέφαλο

παίρναμε «κοκοράκι»

και για το κρυολόγημα

βεντούζες με βαμβάκι.

 

Όταν πονούσε το έντερο

είχαμε ένα κλύσμα

τόπαιρνε όλη η γειτονιά

κάτι σαν νάταν χρίσμα.

 

Το μαγκαλάκι ζέσταινε

με κάρβουνα πυρήνα

και όλοι επλενόμαστε

μία φορά το μήνα.

 

Το σούρουπο σαν έφτανε

τσακ – τσουκ και τα σποράκια

στις πόρτες έξω τα σκαμνιά

και φεύγαν τα μεράκια.

 

Η μόνη διασκέδαση

ήταν τα σινεμά

Ταρζάν – Μπεν Χουρ – και Σπάρτακος

και δίπλα η μαμά.

 

Οι νεαροί φλερτάριζαν

τα βράδια με καντάδες

κι οι κοπελιές τους κοίταζαν

μέσα απ’ τις χαραμάδες.

 

Στις εθνικές τις εορτές

σημαία στην ταράτσα

και με ασβέστη βάφαμε

πεζόδρομο και φάτσα.

 

Αν ήτανε για εκδρομή

στοιβάζαμε καρέκλες

πίσω απ’ ένα φορτηγό

κι αρχίζαμε τα γέλια.

 

Κι είμαστε όλοι εκεί μαζί

πόθοι, ελπίδες και καημοί

μες της χαράς τα τέλια.

 

Και η Κυρία Δήμητρα

συχνά έκανε πάρτι

και δέναμε τη φτώχεια μας

πάνω σ’ ένα κατάρτι.

 

Χύμα φιστίκια και βερμούτ

στραγάλια πασατέμπο

κι οι ανθοστήλες τρίζανε

απ’ το πολύ το τέμπο.

 

ΜΑΜΠΟ ΤΣΑ – ΤΣΑ ΤΟΥΪΣΤ – ΤΑΓΚΟ

ΤΣΑΡΛΕΣΤΟΝ – ΜΠΛΟΥΖ και ΣΑΜΠΑ

και επ’ ευκαιρία σβήναμε

σε μια γωνιά τη λάμπα.

 

Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΗ»

για «ΚΩΛΟ» και για «ΡΕΓΚΑ»

μα σε ιδιωτικό επήγαινα

του Δημητρίου ΣΤΕΓΚΑ.

 

Έντυνα τα τετράδια

μπλε κόλλα κι ετικέτα

ποδιά, κορδέλα στα μαλλιά

«κι άσπρο μου περιστέρι πέτα».

 

Στα Θεοφάνεια πήγαινα

εκεί στη στάση Σάββα

νήστευα για τον αγιασμό

μετά έτρωγα φάβα.

 

Αποκριά σαν έφτανε

εξω το γαϊτανάκι

και η αρκούδα να κοιτά

μέσα στο καθρεφτάκι.

 

Στον κλείδωνα ανάβαμε

φωτιές μέσα στον δρόμο

Και κλαίγαμε την μοίρα μας

τη λύπη και τον πόνο.

 

Τα ΜΕΝΤΑ – ΜΕΝΤΑ και ΚΟΥΤΣΟ

ΖΟΥΜ – ΖΟΥΜ – ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ

Καρύδια – ζωγραφιές και ΜΠΙΖ

στο πέτο η γαζία.

 

Αγιόκλημα και γιασεμιά

μια μυρωδιά ένα θάμα

και στα πλακάκια της αυλής

με τα κουμπιά τη «ΝΤΑΜΑ»

 

Ντρεπόσουνα τα δειλινά

τα κόκκινα και τ’ άσπρα

που η μαντζουράνα φλέρταρε

τ’ αστέρια η ξελογιάστρα.

 

Τ’ αστέρια πούταν συντροφιά

το βράδυ στην ταράτσα

που στρώναμε τον ύπνο μας

με το φεγγάρι φάτσα.

 

Καθημερινές και εορτές

ο κόσμος ήταν ένα

και δεν υπήρχε μπαμπεσιά

απάτη ή και ψέμα.

 

Σπαγγάκι είχε η πόρτα μας

να μπαίνουν οι γειτόνοι

να πιούνε κάτω απ’ τη μουριά

ρετσίνα και ουζάκι.

 

Και έφευγε η ανέχεια

και μέναμε πια μόνοι

εμείς και το φιλότιμο

παρέα το βραδάκι.

 

Ευγενία Μητσάκου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *