ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ.Ξύλα τοῦ Λόγγου
Φθινοπωρινὸ πρωινό, ὑγρὸ καὶ δροσερό. Ὁ Ἥλιος προσπαθεῖ νὰ ζεστάνει τὴν φωτεινὴ διάφανη ἀτμόσφαιρα. Ἡ αἰώνια ἡσυχία τῶν γύρω ψηλῶν βουνῶν, Παρνασσοῦ, Ἑλικῶνα, καὶ ἡ ἀπέραντη πολύχρωμη καὶ πολυποίκιλη πραότητα τοῦ κάμπου διαχέει τὶς φωνὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων καὶ τὶς περιπλέκει μὲ ἐκεῖνες τῶν παντοειδῶν δραστηριοτήτων τους.
Ἡ ἀπόμακρη ἁρμονικὴ ἠχὼ μοιάζει νὰ δίνει ρυθμὸ καὶ ζωὴ στὶς ἀέρινες στῆλες καπνοῦ ποὺ ἀνυψώνονται ἀπὸ τὶς καιόμενες καντῆλες βαμβακιᾶς στὶς αὐλές, ὅπως καὶ ἀπὸ τὶς καμινάδες τῶν τζακιῶν καὶ τῶν φούρνων, προσπαθώντας, σὰν τεράστια φίδια, νὰ κρατήσουν ὄρθιες καὶ εὐθυτενεῖς τὶς κορμοστασιές τους χωρὶς νὰ κάμπτονται ἢ νὰ φουσκώνουν.
Ἀργεῖ πολὺ ἀκόμη τὸ μεσημέρι καὶ ἤδη ὁ πατέρας ἐπέστρεψε μὲ τὸ ἄλογο καταφορτωμένο μὲ ξύλα. Τὸ ζωντανό, ποὺ ξέρει πολὺ καλὰ τὴν μοῖρα του καὶ δὲν λαθεύει ποτὲ τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, μπῆκε μὲ γρήγορο, βαρὺ καὶ σταθερὸ βῆμα γιὰ νὰ σταθεῖ στὴν μέση τῆς αὐλῆς, ἀφοῦ ἐκτέλεσε στὸ ἔπακρο τὴν ἀποστολή του, ἀναμένοντας μὲ ἀδημονία αὐτοὺς ποὺ θὰ τὸ ξαλαφρώσουν. Εἶναι ἱδρωμένο, ὅπως καὶ ὁ πατέρας ποὺ τὸ ἀκολούθησε πεζὸς μὲ τὶς βαριὲς δερμάτινες καὶ λερωμένες ἀπὸ κόκκινη λάσπη ἀρβύλες, χρήσιμο ἐνθύμιο ἀπὸ τὴν θητεία του στὸ στρατό, τὰ χοντρὰ μάλλινα ροῦχα, τὸ παληό ζεστὸ πλεκτὸ καὶ τὴν χακὶ στρατιωτικὴ ἀσήκωτη χλαίνη ποὺ εἶναι ριγμένη πάνω ἀπὸ τὸ φορτίο τοῦ ἀλόγου.
Συναγερμός, θορυβώδης συγκέντρωση, χαρὰ καὶ πανηγύρι γιὰ ὅλα τὰ κατοικίδια ζῶα τῆς αὐλῆς. Ὁ πατέρας τραβᾶ τὴν χλαίνη καὶ τὴν πετᾶ μὲ τέχνη ἐπάνω σὲ μιὰ ἀγκαλιὰ ξύλα (δέμα) τῆς προηγούμενης ἡμέρας. Ὑψώνει τὴν σκεπαρνιά, ποὺ τὴν εἶχε σφηνώσει γιὰ τὴν μεταφορὰ μεταξὺ τριχιᾶς καὶ ξύλων, πιάνοντάς την ἀπὸ τὸ χονδρὸ στειλιάρι καὶ τὴν ἀφήνει μὲ προσοχὴ σὲ μιὰ γωνιά. Ἡ ἴδια ἀποτελεῖ συνδυασμὸ σκαπάνης καὶ πελέκεως. Λύνει διαδοχικά, προοδευτικὰ καὶ μὲ ἐπιδέξιες κινήσεις, πηγαίνοντας πότε ἀπὸ τὴν μιὰ καὶ πότε ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ σαμαριοῦ, τὴν ζυγοσταθμισμένη φόρτωση τῶν δεμάτων ποὺ γιὰ τὴν ἐπίτευξή της ἀκολουθήθηκαν πανάρχαιοι ἐμπειρικοὶ ἄγραφοι νόμοι ἐνταγμένοι ἁρμονικὰ στοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς βαρύτητας καὶ τοῦ κέντρου βάρους τοῦ φορτίου ποὺ πρέπει νὰ περνᾶ ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ ζώου καὶ ὄχι πολὺ κάτω ἀπὸ αὐτὸ γιὰ νὰ ἀντέχει φορτωμένο τὶς μακρινὲς διαδρομὲς χωρὶς νὰ ὑποφέρει. Νόμοι πανάρχαιοι, νόμοι γνωστοὶ καὶ ἄγραφοι, ἐμπειρίες χιλιάδων γενιῶν στὴν τέχνη τοῦ σαγματοποιοῦ, στὰ ροζιασμένα χέρια τοῦ παπποῦ, στὸ περίεργο βλέμμα τοῦ μικροῦ ἐγγονοῦ καὶ στὸ περπάτημα τοῦ ἀλόγου.
Ποιὸς εἶπαν, … ἀλήθεια, ὅτι ἀνακάλυψε τοὺς νόμους αὐτούς, κυλώντας σφαῖρες σὲ κεκλιμένα ἐπίπεδα ἢ ρίχνοντας τὶς ἴδιες ἀπὸ πύργους ψηλούς; Ἂν εἶχε προσέξει μιὰ φορά. Ἂν εἶχε βρεθεῖ κοντὰ στὴν φύση καὶ νὰ φορτώσει ἕνα ζωντανὸ τοῦ γεωργοῦ ἢ κτηνοτρόφου, ἴσως νὰ τὰ εἶχε δεῖ σὲ αὐτὸ τὸ ἀγκάλιασμα τοῦ ξύλου καὶ στὸ βάδισμα τοῦ ἀλόγου, στὶς δυσπρόσιτες πλαγιὲς καὶ στὶς κακοτράχαλες ρεματιὲς τῶν χειμάρρων τοῦ λόγγου. Θὰ τοῦ τὰ εἶχαν ἀποκαλύψει οἱ ἀμαδρυάδες, οἱ νεράιδες καὶ οἱ νύμφες τοῦ βουνοῦ. Μὰ μήπως λίγα ἀποκάλυψαν οἱ Μοῦσες τοῦ Ἑλικῶνα στὸν γεωργὸ ποιητὴ Ἡσίοδο;
Καὶ ἐνῶ τὰ ὀκτώ, μὲ μάτι ἔμπειρο, ζυγοσταθμισμένα δέματα πέφτουν μὲ τὴν σειρὰ κάτω στὴν γῆ, ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ ἀδημονοῦντος νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ βάρος ἀλόγου καὶ τὰ ξεφωνητὰ τῶν κοκκοριῶν, τὸ ἴδιο τὸ ζῶο αἰσθάνεται τὴν ἀνακούφιση καὶ περιμένει τὴν ἀνταμοιβή του ποὺ δὲν ἀργεῖ νὰ ἔρθει. Ἤδη ἡ μάννα καταφθάνει μὲ τὸν μάλλινο πυκνοΰφαντο τουρβά ποὺ ἔχει ρίξει μέσα τρεῖς χοῦφτες κριθάρι καὶ τοῦ περνᾶ στὸ κεφάλι τὸ πολύχρωμο πλεγμένο χονδρὸ σχοινί, διπλώνοντας ἐλαφρὰ τὰ αὐτιά του. Τὸ βιαστικὸ καὶ πεινασμένο ζῶο ἐμποδίζει σχεδὸν τὶς κινήσεις της, χώνοντας ἀμέσως τὸ μεγάλο κεφάλι του καὶ σκύβοντας μέχρι κάτω στὴν γῆ, ρουθουνίζοντας ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ καὶ ἀρχίζοντας τὸ χαρακτηριστικὸ ρυθμικὸ μάσημα κουνώντας τὴν μακριὰ θυσανωτὴ οὐρά του σὲ ἔνδειξη εὐχαρίστησης, ἀλλὰ καὶ ἀπομάκρυνσης τῶν μονίμως ἐνοχλητικῶν παρασίτων μυγῶν.
Ὁ πατέρας ἔχει μαζέψει, μὲ γρήγορες περιστροφικὲς κινήσεις τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, γύρω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ ἀγκῶνα καὶ ἀντίχειρα, ποὺ ἐπέχει θέση ἀνέμης, τὶς τριχιὲς καὶ ἀπὸ τὶς δύο μεριὲς τοῦ σαμαριοῦ. Λύνει τὴν ζεύγλα τοῦ σαμαριοῦ ποὺ ζώνει ἀπὸ κάτω στὴν κοιλιὰ τοῦ ζώου καὶ ἀφοῦ τὸ σηκώσει μὲ τὰ δύο του χέρια, τὸ ἐναποθέτει, στὴν αὐλὴ, ἐπάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα. Οἱ λεῖες καὶ σκληρὲς τρίχες στὴν ράχη τοῦ ζώου ἀφήνουν λεπτὸ ἀπὸ τὰ ἅλατα τοῦ ἱδρῶτα τὸ ἀποτύπωμα τοῦ σαμαριοῦ.
Τὰ κοκκόρια κρώζουν τὶς κότες καὶ ὅλα μαζὶ τσιμπολογοῦν σπόρους καὶ μικρὰ ἔντομα ποὺ ἦρθαν μὲ τὰ ξύλα. Ἡ γίδα τέντωσε ὅσο μποροῦσε τὸ σχοινί της καὶ ἄρχισε νὰ τρώει μὲ λαιμαργία δίπλα στὴν καλόβουλη προβατίνα καὶ τὸ ἀθῶο ἀρνάκι της τὰ τρυφερὰ πράσινα φύλλα τῆς κουμαριᾶς, ποὺ μοσχοβόλησαν ὅλη τὴν γειτονιά. Ὁ περίεργος σκύλος ὀσφραίνεται καὶ αὐτὸς τὰ φύλλα καὶ ἀνατριχιάζει, φτερνίζεται γελοῖα καὶ ἀπορεῖ τί τὸ νόστιμο βρίσκουν οἱ ἄλλοι δίποδοι καὶ τετράποδοι συγκάτοικοί του.
Περίεργες συμμαχίες καὶ ἰδιοτροπίες τῆς αὐλῆς. Τὴν ἀπορία τους ἔχουν καὶ τὰ δίδυμα παιχνιδιάρικα καὶ ἄτακτα γιδάκια, ποὺ χοροπηδώντας ἐδῶ καὶ ἐκεῖ σὰν ἐλατήρια, ἀνεβαίνοντας πότε σὲ στοῖβες ξύλα καὶ πότε στὰ γραφικὰ χαμόσπιτα ἀνακατεύουν τὰ κεραμίδια ἀπὸ τὶς σκεπές τους. Γιὰ τὰ ἴδια τὸ καλύτερο φαγητὸ εἶναι τὸ γλυκὸ γάλα τῆς μάννας τους.
Τὰ δέματα θὰ μείνουν ἔτσι σκορπισμένα στὴν αὐλὴ ὅλη τὴν ἡμέρα, ἴσως καὶ τὴν ἑπομένη μέχρι νὰ κορέσουν ὅλοι τὴν πείνα τους καὶ πάρουν τὸ καλύτερο ἀπὸ τὴν τρυφεράδα τους. Ξηρὰ τὰ ξύλα, μέρες ἀργότερα, θὰ ταΐσουν τὴν φωτιὰ τοῦ τζακιοῦ καὶ τοῦ σπιτικοῦ φούρνου.
Ὁ πατέρας ξεχώρισε μιὰ ἀγκαλιὰ τρυφερὰ κούμαρα καὶ τὴν ἔστησε ὄρθια κοντὰ στὶς ἄλλες. Μοιάζει σὰν τεράστια ἀνθοδέσμη ἀπὸ διαλεχτὰ κλαριὰ τοῦ λόγγου ποὺ θὰ ταίριαζε σὲ ἀνθοδοχεῖο γιγάντων. Τὸ δέμα αὐτὸ εἶναι γιὰ ἐμᾶς τὰ παιδιά, καὶ τὸ ἰδιαίτερό του γνώρισμα εἶναι τὰ γεμᾶτα κλαριὰ μὲ στρογγυλοὺς καὶ ἀφράτους ἐρυθροκίτρινους καρπούς. Τρέχουμε τοὺς κόβουμε μὲ ἁπαλὲς κινήσεις τῶν χεριῶν καὶ ἀπολαμβάνουμε τὴν γλυκιά, ἐλαφρῶς ὑπόξινη γεύση τους καθὼς λιώνουν στὸ στόμα μὲ αἴσθηση μαλακοῦ σπόγγου, βαμβακιοῦ ἢ μεταξωτοῦ κουκουλιοῦ μὲ πολλὰ μικρούτσικα σποράκια.
Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν πανδαισία τῶν χρωμάτων καὶ τῶν ἀρωμάτων ἔρχεται νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ μυρουδιὰ τῆς ψημένης κουλούρας ποὺ μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸν φοῦρνο. Τὰ καρβέλια, μεγάλα καὶ πιὸ βαριά, θὰ ἀργήσουν ἀκόμη νὰ ψηθοῦν. Ἡ ἀεικίνητη μάννα μὲ γρήγορες κινήσεις τοῦ ξύλινου φτυαριοῦ ἔριξε τὸ ζεστὸ ψωμὶ στὴν ποδιά της, ξανὰ ἔκλεισε τὸ στόμιο τοῦ φούρνου καὶ ἔφερε τὴν ἀχνιστὴ κουλούρα στὸ τραπέζι μαζὶ μὲ σκληρὸ λευκὸ πρόβειο τυρὶ νὰ στάζει βουτυρωμένο γάρο, μαῦρες ξιδᾶτες ἐλιές, ἕνα μεγάλο κόκκινο κρεμμύδι καὶ τὴν γυάλινη κανάτα μὲ τὸ δροσερὸ ρετσινᾶτο κρασὶ ποὺ λίγο πρὶν τράβηξε ἀπὸ τὸ καλὸ δρύινο βαρέλι τοῦ ὑπογείου.
Ὁ κουρασμένος πατέρας ποὺ εἶχε φύγει χαράματα γιὰ νὰ κόψει ξύλα πρέπει νὰ βάλλει κάτι στὸ στόμα του καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναπληρώσουμε τὶς δυνάμεις μας ποὺ ξοδέψαμε στὸ πρωινὸ παιχνίδι. Καὶ ἐνῶ ἡ μάννα πηγαινοέρχεται στὸ τραπέζι τσιμπολογώντας καὶ αὐτὴ κάθε τόσο κάτι, ὁ πατέρας πίνει μιὰ γουλιὰ κρασὶ ἀπὸ τὸ ποτήρι μὲ τὶς ἀνάγλυφες «ἐκκλησοῦλες» καὶ τρώει ἀργὰ κρατώντας ἕνα κομμάτι ψωμὶ μὲ τὴν πίεση τοῦ μικροῦ δακτύλου ἐπάνω στὴν ἀριστερὴ παλάμη, ἕνα κομμάτι τυρὶ στὰ τρία πρῶτα δάκτυλα, ἐνῶ μὲ τὸ δεξὶ χέρι ἐναλλάσσει κομμάτι ἀπὸ τὸ κομμένο στὰ τέσσερα κρεμμύδι, ἐλιὲς βουτηγμένες στὸ λάδι καὶ τὸ ποτήρι μὲ τὸ ξανθὸ κρασί. Παίρνει δύναμη καὶ μᾶς διηγεῖται πὼς πέρασε στὴν πρωινή του ἔξοδο. Ποὺ πῆγε γιὰ ξύλα σήμερα, γιατὶ ἔφερε κουμαριὰ καὶ ὄχι σκῖνα ἢ πουρνάρια. Ρείκια καὶ χονδρὲς ρίζες γιὰ τὸ τζάκι θὰ φέρει τὶς προσεχεῖς ἡμέρες. Μᾶς λέει ποιοὺς συνάντησε στὸν δρόμο γιὰ τὸν λόγγο, ἀπὸ ποιοὺς προηγήθηκε στὴν ἐπιστροφή.
Γελάσαμε, ὅταν ἀκούσαμε, ὅτι κάποιοι ἀποφεύγουν τὰ πουρνάρια ποὺ ἀγκυλώνουν τὰ δάκτυλα μὲ τὰ ἀγκαθωτὰ φύλλα τους, ἐν ἀντιθέσει, μὲ τὰ μαλακὰ φύλλα τοῦ σκίνου. Ἐμεῖς τὸν θαυμάζουμε, αἰσθανόμαστε τὴν σιγουριὰ ἀπὸ τὸ σφρῖγος καὶ τὴν δύναμή του, τὴν ἐνάργεια τοῦ πνεύματός του καὶ ἀφοῦ διαπράξουμε ἀναμεταξύ μας κάποια ἀπὸ τὶς συνηθισμένες σκανδαλιές, δοκιμάζουμε τὴν ἑτοιμότητα καὶ τὴν δύναμη τῶν χαστουκιῶν τῆς μάννας μας. Φεύγουμε ἀπὸ τὸ τραπέζι γιὰ τοὺς δρόμους καὶ τὰ σοκάκια μὲ τεράστιες φέτες ψωμιοῦ ἀλειμμένες ντόπιο γνήσιο θυμαρήσιο μέλι. Τρώγοντας, τὸ μέλι ρέει καὶ κολλᾶ στὰ μάγουλά μας, στὰ χέρια καὶ μέχρι τὰ γυμνὰ σκονισμένα γόνατά μας ἐνῶ σφῆκες καὶ μέλισσες μᾶς γυροφέρνουν σὰν νὰ θέλουν νὰ πάρουν πίσω τὰ ἀποθέματά τους ποὺ τοὺς στερήσαμε.
Καὶ ἐμεῖς ἀπτόητα, ἀνέμελα καὶ χαρούμενα παιδιὰ θὰ φτιάξουμε τουφέκια μὲ σκανδάλη νὰ βγάζουν ξηρὸ κρότο, σπαθιὰ καὶ δόρατα ἀπὸ βοιωτικὸ καλάμι, θὰ χωριστοῦμε σὲ ὁμάδες καὶ ἀντίπαλα στρατόπεδα καὶ θὰ πολεμήσουμε γενναῖα, φιλότιμα καὶ ἡρωικὰ μεταξύ μας, μέχρι ποὺ κάποιος θὰ τραυματιστεῖ στὰ σοβαρὰ καὶ ἔτσι θὰ πάψει ἡ μάχη γιὰ αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Ἴσως καὶ ἀπόψε μετὰ τὸ φαγητὸ νὰ κοιμηθοῦμε ξανά, σκονισμένα, ἄπλυτα καὶ καταταλαιπωρημένα.
Βεβαίως, τὸ ἄλλο πρωὶ στὸ σχολεῖο, ὁ δάσκαλος δὲν εἶναι τῆς ἴδιας γνώμης, καὶ ἀφοῦ ἐλέγξει σχολαστικὰ νύχια, αὐτιά, πόδια καὶ μᾶς ρίξει καὶ μερικὲς ξυλιές, μὲ τὸ καλογυαλισμένο κοντὸ ραβδὶ κυδωνιᾶς, θὰ μᾶς στείλει νὰ πλυθοῦμε καὶ νὰ κόψουμε τὰ νύχια μας. Ἄλλο καὶ τοῦτο πάλι. Τί τὸν πειράζει αὐτόν, ἀφοῦ τὸ μάθημα ποὺ μᾶς ἔβαλλε τὸ ξέρουμε νεράκι; Γράμματα τὸν στείλανε νὰ μᾶς μάθει, καὶ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀντίρρηση, μάλιστα μᾶς ἀρέσουν πολὺ ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς λέει, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πλύσιμο στὸ πλυσταριὸ τὸν χειμῶνα μέσα στὴν σκάφη, νὰ τουρτουρίζεις ἀπὸ τὸ κρύο δὲν ὑποφέρεται, εἶναι λίγο ἄβουλο, πὼς νὰ τὸ κάνουμε. Τὸ καλοκαίρι δὲν ἔχουμε ἐνδοιασμούς, βουτᾶμε στὰ ρέματα καὶ στὸ νερὸ ἀπὸ τὶς σωλῆνες τῶν ἀντλιῶν ποὺ ἀρδεύουν τὰ χωράφια καὶ εἴμαστε καθαροί. Καὶ ἔχουμε καὶ μιὰ ἀπορία. Στὶς πόλεις οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἄραγε πλυσταριὸ καὶ ἐκείνη τὴν τόσο ἀπαραίτητη γωνιὰ γιὰ τὴν ἀνάγκη τους στὴν ἄκρη τῆς αὐλῆς, φτιαγμένη ἀπὸ ἀγκαλιὲς ξύλα, συνήθως ἄσκεπη καὶ μὲ μιὰ ξεραμένη λινάτσα γιὰ πόρτα; Ποιὸς ξέρει; Ἴσως ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ἔλλειψή τους, στοιβαγμένοι ὅπως εἶναι ὅλοι μαζὶ σὲ ἐκεῖνα τὰ πολυώροφα κουτιὰ γιὰ σπίτια. Μπορεῖ καὶ νὰ τοὺς λυπᾶμαι λιγάκι, θὰ ὑποφέρουν χωρὶς τὸ πλυσταριό. Θὰ ρωτήσω τὸν Δημοσθένη καὶ τὴν Ἀντιγόνη ὅταν ἔρθουν ξανὰ στὸ χωριὸ γιὰ τὶς…, νὰ δῆς πὼς τὶς λένε…, καλοκαιρινὲς διακοπές τους.
Γιάννης Σ. Γκανάσος