Η σημαία, το Έπος του 40 και η ενότητα
«Της πατρίδας μου η σημαία / έχει χρώμα γαλανό / κα στη μέση χαραγμένο / ένα κάτασπρο σταυρό». Τι έξοχο ποιηματάκι και πόσο γαληνεύει την ψυχή το άσπρο και το γαλάζιο! Παλιότερα, όλοι φρόντιζαν για τη σημαία τους και την κρεμούσαν, με ξεχωριστή ιεροτελεστία, έξω από τα σπίτια τους. Κατά το τριήμερο των Εθνικών Εορτών, δεν υπήρχε σπίτι χωρίς σημαία. Η γαλανόλευκη κυμάτιζε παντού.
Τώρα, που τέτοια πολυτέλεια. Έχουν ξεχαστεί εντελώς οι ιστοί και οι σημαίες. Βλέπουμε καμιά φορά τα δημόσια κτίρια να σηκώνουν σημαίες και απορούμε. Άστε που και αυτές, οι ίδιες οι σημαίες, έχουν τα χάλια τους. Έχουν αναφερθεί πολλάκις, σημαίες μισοσκισμένες να ανεμίζουν τα κουρέλια τους. Άλλες πάλι φορές, είναι τόση η φούρια και η αγγαρεία που γίνεται από τους αρμόδιους, ώστε η σημαία κρεμιέται ανάποδα. Και όμως, άμα δούμε κάποιον να μην τη σέβεται τον κατακρίνουμε. Ελέγχουμε τους πάντες, εκτός ίσως από τους ίδιους τους εαυτούς μας.
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή για ένα μαθητή να γίνει σημαιοφόρος στο σχολείο του. Δεν αισθανόταν τιμητικότερη διάκριση ένας στρατιωτικός από το να δοξάσει τη σημαία του. Γι’ αυτήν ζούσαν κι μ’ αυτή πέθαιναν οι πρόγονοι. Σήμερα, σημαιοφόρος μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, ακόμα και κάποιος αλλοδαπός. Ίσως και ένας αλλόθρησκος, που δεν πιστεύει σε σταυρούς και δύναμη συμβόλων. Δεν κατακρίνουμε κανένα, οι εποχές έρχονται και φεύγουν. Άλλες συνήθειες σήμερα, άλλες πριν 40 και 50 χρόνια.
Το γεγονός είναι πως αυτές τις μέρες που γιορτάζουμε την επέτειο του Έπους του 40, η σημαία λαβαίνει και πάλι τη θέση που της αξίζει, τόσο στις καρδιές μας όσο και στην υπόληψή μας. Τι θα ήταν εκείνη η ιστορική περίοδος αν δεν υπήρχαν τα ιδανικά; Παλέψαμε για τη διατήρηση της λευτεριάς μας, για τις οικογένειές μας, για τη θρησκεία μας και για τα ιερά μας. Ένα από αυτά, τα πολύτιμα πράγματα, είναι και η σημαία.
Οι φαντάροι της Πίνδου, φωνάζανε «αέρα», και πέταγαν από ύψωμα σε ύψωμα. Μπορεί να τους έτρωγε η παγωνιά τα μέλη, αλλά η σημαία ήταν πάντα μπροστά και ανέμιζε περήφανα. Ήταν ο φάρος που τους έδειχνε το δρόμο για το καθήκον. Μπροστά αυτή και πίσω οι άλλοι, έριξαν τους Ιταλούς στη θάλασσα και ελευθέρωσαν τη Βόρειο Ήπειρο.
Λίγες φορές στάθηκε ενωμένος ο Ελληνικός λαός και δεν έχασε νίκη. Μετρημένες ήταν οι στιγμές ομοψυχίας και μεγαλούργησε. Ποτέ δε βγήκε ζημιωμένος όταν ακολούθησε συντεταγμένος τον ιστορικό προορισμό του. Κανείς δεν στέκεται ασυγκίνητος μπροστά στο κατόρθωμα των λίγων ξυπόλητων μαχητών του 40. Οι άνδρες στη μάχη και οι γυναίκες στα μετόπισθεν έπλεκαν, με ξενύχτια, κάλτσες και πουλόβερ. Τα κρυοπαγήματα δεν επέτρεπαν την προέλαση, αλλά η ψυχή δεν πατούσε στο χώμα. Παντού κυμάτιζε μια περήφανη Ελληνική λεβεντιά, που δεν άφηνε περιθώρια για αντίδραση στον εχθρό.
Για μια νίκη που έμεινε στην Ιστορία. Για τους Έλληνες φαντάρους που πολέμησαν σαν ήρωες, πολλά γράφτηκαν. Ο θαυμασμός για τα ηρωικά εκείνα κατορθώματα δεν έχει εξαντληθεί ακόμα. Ο Τσώρτσιλ είχε να το λέει «Από δω και πέρα δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολέμησαν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Τι χρόνια αλησμόνητα! Τι έπος και αυτό, να κατατροπωθεί μια αυτοκρατορία από τους λιγοστούς, και σχεδόν άοπλους, Έλληνες! Όμως υπήρχαν ιδανικά, δεν χωρούσαν έριδες. Ήταν μια προσπάθεια εθνική, παγκόσμιας όμως σημασίας, που επέτρεψε στη ανθρωπότητα να διατηρήσει την ελευθερία της.