Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

  ΑΡΕΙΜΑΝΙΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ – Μέρος 3(γ)      (Το πρώτο προεπαναστατικό στρατιωτικό σώμα γυναικών)

Σούλι. Σουλιώτες – Σουλιώτισσες

(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
(Γράφει η Κυριακή Μάγκουρα – Αγγελάκη)

 

(Εικόνα: «Κούγκι», από το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων (Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας) Παύλου Βρέλλη στα Γιάννενα. Φωτό: Μ. Βακάρος)
(Εικόνα: «Κούγκι», από το Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων (Μουσείο Ελληνικής Ιστορίας) Παύλου Βρέλλη στα Γιάννενα. Φωτό: Μ. Βακάρος)

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ ΧΑΪΔΩ ΣΕΧΟΥ

Η Χάιδω Σέχου ήταν η πρωτότοκη κόρη του Γιαννάκη Σέχου και ανιψιά της Δέσπως Μπότσαρη. Η δράση της ξεκίνησε το 1792, δίπλα στους αγώνες της Μόσχως Τζαβέλα κατά τη μάχη της Κιάφας. Η Σουλιωτοπούλα αυτή έφερνε νερό στους πολεμιστές και τους ενθάρρυνε με τους λόγους της. Ξένοι διπλωμάτες της εποχής εκείνης μας πληροφορούν για τις ξεχωριστές ικανότητές της. «Έτρεχε πρώτη στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες με τόλμη κι αυτοθυσία». Ο Γερμανός Μπάρτολντ βεβαιώνει : «Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800 -1803, οπότε καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω». Η καπετάνισσα Χάιδω ηγείτο σε μάχες λόχου τον οποίο αποτελούσαν Σουλιώτισσες. Συμμετείχε επίσης στα συμβούλια των Καπεταναίων Σουλιωτών. Μετά την πτώση του Σουλίου το 1803, ακολούθησε τον Φώτο Τζαβέλα στην Κέρκυρα και έπειτα στην ιταλική χερσόνησο, όπου πολέμησε το 1805 μαζί με τον Τζαβέλα στη μάχη της Νάπολης κατά του Ναπολέοντα. Τα ίχνη της χάθηκαν χωρίς να γίνει κάτι άλλο γνωστό. Τον ηρωισμό της υμνούν πολλά ιστορικά δημοτικά τραγούδια, όπως αυτό που ακολουθεί:

Τρία μπαϊράκια φαίνονται ‘ποκάτω από το Σούλι.
Το’ να’ ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη,
Το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα:
«Πού ’στε του Λάμπρου τα παιδιά πού ’στεν οι Μποτσαραίοι;»
«Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει.
Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δεν μας κάνουν.
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών ντουφέκι,
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως».
Κι ο Κουτσωνίκας φώναξεν από το μετερίζι:
«Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα
γιατ’ έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες».

    Η Γ’ Εκστρατεία του Αλή Πασά (1800 – 1803)

Μετά τη μάχη της Κιάφας, ο Αλή αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τους Σουλιώτες με ταπεινωτικούς όρους. Πλήρωσε μεγάλο χρηματικό ποσό, αντάλλαξε τους Αρβανίτες αιχμαλώτους με 70 ομήρους Σουλιώτες, μεταξύ αυτών και τον Φώτο, και αναγνώρισε την αυτονομία της περιοχής. Οι εσωτερικές διαμάχες των Σουλιώτικων Πατριών έδωσαν την ευκαιρία στον πανούργο Αλή Πασά να οργανώσει την Γ’ Εκστρατεία του 1800 – 1803. Αν και έχουν περάσει 8 χρόνια χωρίς να ενοχλήσει τους Σουλιώτες, τώρα νομίζει ότι θα εκπληρώσει τον κρυφό πόθο του, την εξόντωσή τους. Το 1800, κυριεύει την Πρέβεζα και με 10.000 στρατό επιτίθεται στο Σούλι. Στα περάσματα υψώνει φρούρια και αποκλείει την περιοχή. Η αντοχή των Σουλιωτών δοκιμάζεται. Με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, επί τρία χρόνια αντιστέκονται σθεναρά. Οι Τουρκαλβανοί ωστόσο καταφέρνουν, με προδοσία, να μπουν στο Σούλι μέσα από μυστικά μονοπάτια. Το πρόσωπο του Πήλιου Γούση ως φερόμενου προδότη αμφισβητείται σε πρόσφατες έρευνες που έγιναν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Και είναι γεγονός ότι ο Γούσης, ως αρχηγός των Σουλιωτών, σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου, το 1826.

Οι υπερασπιστές κάτοικοι καταφεύγουν σε μια οχυρωμένη κορυφή, στο Κούγκι. Σ’ έναν πύργο πάνω στον απότομο βράχο όπου υπάρχει μια Μονή με εκκλησία, την Αγία Παρασκευή, ανάμεσα στο Σούλι και τη Σαμονίβα και απέναντι από την Κιάφα, κουρνιάζουν μέσα στο καταχείμωνο. Τον Δεκέμβριο του 1803, το Σούλι γίνεται εξοχική έπαυλη του Αλή Πασά. Οι 600 Σουλιώτες αρνούνται να παραδοθούν. Αποκρούουν και τις τέσσερις εφόδους των εχθρών. Η έλλειψη νερού, τροφίμων και πολεμοφοδίων αναγκάζουν τους έγκλειστους να διαπραγματευτούν τους όρους του Βελή Πασά, γιου του Αλή, και να αποχωρήσουν εγκαταλείποντας τον τόπο τους. Τους επετράπη ωστόσο να φύγουν με τον οπλισμό τους, τις οικογένειές τους και τα κινητά υπάρχοντά τους.

Μέσα στο Κούγκι παρέμεινε ο μοναχός Σαμουήλ(*) με πέντε Σουλιώτες. Αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το οχυρό και συνέχισαν την αντίσταση. Όταν όμως ο καλόγερος κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να αγωνίζονται, έβαλε πυρ στην πυριτιδαποθήκη  και έγιναν ολοκαύτωμα μαζί με τρεις απεσταλμένους των Τούρκων που είχαν έρθει για διαπραγμάτευση, στις 16 Δεκεμβρίου 1803. Τη γενναιότητα και την αυτοθυσία του μοναχού Σαμουήλ ύμνησε ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο ομώνυμο ποίημά του «Ο Σαμουήλ»:

«Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι;
Πέντε νομάτοι σόμειναν κι εκείνοι λαβωμένοι.
Κι είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ’ έχουνε ζωσμένο».
Τα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά στην πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει
κι οι πέντε τον εκοίταζαν βουβοί μέσα στα μάτια.
«Τώρα το Σούλι πέθανε, δεν έμεινε ένα χέρι
που να μπορεί στα δάχτυλα να σφίξει το μαχαίρι».

Το ολοκαύτωμα στο Κούγκι ήταν η αφορμή να αθετήσει ο Αλή Πασάς τη συμφωνία που είχε συνάψει με τους Σουλιώτες και τους κήρυξε ανελέητο πόλεμο μέχρι της τελικής εξόντωσής τους.
(Η συνέχεια στην επόμενη ανάρτηση)

(*) Σαμουήλ, κατά κόσμον Σταύρος Θέμελης ή Σταύρος Ντάφλος, από το πατρώνυμο Τριαντάφυλλος.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *