Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΑΝΑΡΙΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ
Για να καταλάβουμε τη σημασία του ρόλου της θρησκευτικής ηγεσίας στα χρόνια της εξέγερσης των Ελλήνων, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια θέση κατείχε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο θρησκευτικός ηγέτης, δηλαδή ο Πατριάρχης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χώριζε τους υπηκόους της σε τρεις θρησκευτικές κατηγορίες: το μιλέτι των μουσουλμάνων, των Εβραίων και των Ρουμ (Ρωμαίων) για το οποίο υπεύθυνος ήταν ο εκάστοτε Πατριάρχης. Με αυτόν τον τρόπο προσδιόριζε τις υποχρεώσεις τους και τα πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα. Τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου η φθορά των θεσμών είχε πλήξει και την αίγλη του Πατριαρχείου. Το 1453 δεν υπήρχε καν Πατριάρχης, επειδή οι τελευταίοι αυτοκράτορες προσπάθησαν να απεμπλακούν από τις θρησκευτικές έριδες που μάστιζαν τον τόπο και να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή στην άμυνα καθώς ο κίνδυνος των Οθωμανών ήταν προ των πυλών.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, αφού μετέφερε την πρωτεύουσά του στην Κωνσταντινούπολη, φρόντισε να επαναφέρει τον θεσμό. Έτσι ο Γεώργιος Σχολάριος το 1454 έγινε Πατριάρχης με το όνομα Γεννάδιος Β’ αποκαθιστώντας το κύρος του θεσμού, με τα Πατριαρχεία των Βαλκανίων και τις αυτοκέφαλες σλαβικές εκκλησίες να υποτάσσονται στο «Οικουμενικό» Πατριαρχείο. Έχοντας εξουσία ο Πατριάρχης, όντας «παρά τω Σουλτάνω», είχε προνόμια δικαστικά και δικαίωμα φορολόγησης των πιστών. Συνάμα είχε αναλάβει το ρόλο της εξωτερικής πολιτικής ιδιαίτερα με την ορθόδοξη Ρωσία. Ο οργανισμός του Πατριαρχείου στηρίχτηκε στην ελληνική γλώσσα μέσα από τα γραπτά κείμενα κι έτσι διευρύνθηκε η εξάπλωσή της.
Με την εγκατάσταση του Πατριαρχείου στο Φανάρι, στήριξε μια αστική τάξη, τους Φαναριώτες, που με τον καιρό πέρασε από τις εκκλησιαστικές διοικητικές ευθύνες σε σημαντικές θέσεις της κρατικής μηχανής. Οι Φαναριώτες ήταν η Ελληνική αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης που κατέλαβε αξιώματα, όπως του Μεγάλου Δραγουμάνου (διερμηνέα) της Πύλης ή του Δραγουμάνου του Στόλου (υπουργός Ναυτιλίας). Αυτό είχε ως επακόλουθο να υπάρχουν πολλοί έλληνες κοντά στην Υψηλή Πύλη ή να στελεχώνουν ως πληρώματα το Αυτοκρατορικό Ναυτικό. Από την άλλη όμως πλευρά το Πατριαρχείο έπρεπε να παρεμποδίζει κάθε δυτική επιρροή στον Οθωμανικό χώρο, αν ήθελε να παραμείνει στην εύνοια του Σουλτάνου. Οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και αυτοί που τις έσπερναν ερχόμενοι από την ταραγμένη Ευρώπη, ήταν ανεπιθύμητες.
Οι «καλά βολεμένοι» λοιπόν αντιδρούσαν και μόνο στο άκουσμα ενός αμφίβολου ξεσηκωμού κι ας είχε αυτό μια υπόνοια εξωτερικής βοήθειας. Δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να βάλουν σε κίνδυνο ό,τι είχε μετά από τόσα χρόνια διασφαλιστεί: μια καλύτερη και προνομιούχα ζωή με αξιώματα και πλούτο. Είχαν μάλιστα εξαπλωθεί στις Παραδουνάβιες περιοχές όπου διοικούσαν ως Οσποδάροι, βάζοντας φόρους, πλουτίζοντας έτσι τα εισοδήματά τους, συγχρόνως όμως καλλιεργούσαν τις τέχνες και τα γράμματα όπως γινόταν στις Αυλές των Ευρωπαίων ηγεμόνων.
Όταν η Φιλική Εταιρεία εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τον πρώτο καιρό η μύηση των εταίρων ήταν πολύ δύσκολη. Ούτε η θυσία του Ρήγα ήταν ικανή ν’ αλλάξει τη στάση αυτή. Όσο όμως κι αν πάσχιζαν να παραμείνουν ως έχει, η ώρα του ξεσηκωμού πλησίαζε. Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός δεν θα μπορούσε να μείνει άλλο εκτός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος δεν δίστασε να αντικρούσει τη συντηρητική «Πατρική Διδασκαλία» του Πατριαρχείου με την «Αδελφική Διδασκαλία προς τους Γραικούς» κι ο Ρήγας Φεραίος με τα πύρινα λόγια του, είχαν ρίξει τον σπόρο της Μεγάλης Ιδέας.
Η επίκληση του λαμπρού παρελθόντος των Ελλήνων, της χαμένης στον χρόνο Αρχαιότητας, ήταν ο συνδετικός κρίκος με τους προγόνους. Αυτούς τους προγόνους που η Δύση θαύμαζε και μπροστά τους υποκλινόταν! Η κοιμισμένη εθνική συνείδηση και το αίτημα για εθνικό κράτος από εκεί αντλούσαν νομιμότητα και πίστη. Η Υψηλή Πύλη όμως ήταν άγρυπνη κι έτσι πολλοί Έλληνες απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Στη Μολδοβλαχία αξιωματούχοι Φαναριώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και κατέφυγαν στη Ρωσία. Τον ίδιο καιρό ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ θέλοντας να ησυχάσει την Πύλη, αναθεματίζει τον Υψηλάντη και τους οπαδούς του. Αλλά από τις 22 Μαρτίου αρχίζουν σκληρά αστυνομικά μέτρα και αποκεφαλισμοί Φαναριωτών και συγγενών τους.
Αποκεφαλίζεται ο Κωστάκης Μουρούζης, Μέγας Δραγουμάνος. Φυλακίζεται ο Γρηγόριος ο Ε’, απαγχονίζεται στην Πύλη του Πατριαρχείου και δίνεται η άδεια για τη διαπόμπευση της σορού του από τους Εβραίους, οι οποίοι πέταξαν τη σορό στον Βόσπορο. Την συνέλεξαν Κεφαλλονίτες οι οποίοι την μετέφεραν στην Οδησσό. Εκεί με εντολή του Τσάρου έγινε μεγαλοπρεπής κηδεία κι αυτό ήταν η αφορμή να ενδιαφερθεί ο Τσάρος για την τύχη των χριστιανών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Για τους επαναστατημένους Έλληνες ο ατιμωτικός θάνατος του Πατριάρχη έγινε σύμβολο και λάβαρο. Η ισχυρή απόδειξη ότι ο πόλεμός τους ήταν πόλεμος πίστης, θρησκείας στο όνομα της Αγίας Τριάδας! Ο θάνατος του Πατριάρχη ήταν δώρο για την Επανάσταση. Την έκανε ολοκληρωτική, εξαπλώνοντας την κοινωνική της σημασία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Με τον θάνατό του καταρρέει κάθε μορφή αντίρρησης για την Επανάσταση. Ξεχνιούνται οι «θέσεις» και τα αξιώματα και οι πλούσιοι Φαναριώτες ανοίγουν τα πουγκιά τους. Το όνειρο έπαιρνε σάρκα και οστά. Τα γρόσια πλούσια, δίνονται με κάθε τρόπο στον εθνικό πλέον αγώνα για μία γλώσσα, μία θρησκεία, μία πατρίδα ελεύθερη.
Σοφία Σπύρου, συγγραφέας