Το ανέκδοτο της Φωνής
Πάνε τρείς λοκατζήδες σε ένα καφενείο. Μπαίνουν μέσα και βλέπουν τον καφετζή να είναι μόνος του. Παραγγέλνουν τρείς καφέδες, και την τράπουλα να παίξουνε. Ο καφετζής πηγαίνει τους καφέδες και την τράπουλα. Του λένε δεν κάθεσαι και εσύ στην παρέα μας να παίξεις μαζί μας. Γιατί όχι λέει ο καφετζής. Άρχισαν να παίζουν χαρτιά, γελούσαν και διασκέδαζαν.
Κάποια στιγμή ξαφνικά σταματάει ένα τζιπ έξω από το καφενείο και μπαίνουν μέσα ο στρατηγός με τον διοικητή. Μόλις βλέπουν τον στρατηγό με τα χρυσά αστέρια, πετάγονται όλοι και κάθονται προσοχή στη σειρά. Πηγαίνει αγριεμένος ο στρατηγός στον πρώτο και τον κοιτάζει στα μάτια. Τον πιάνει από τον λαιμό τον σφίγγει και τον ρωτάει πονάς; όχι του λέει. Τον σφίγγει πιο δυνατά και τον ρωτάει πάλι τώρα πονάς; όχι του λέει. Γιατί τον ρωτάει, γιατί είμαι λοκατζής. Φύγε του λέει.
Πάει στον επόμενο τον πιάνει και αυτόν από τον λαιμό, το ίδιο σκηνικό… πονάς; όχι του λέει. Γιατί; Γιατί είμαι λοκατζής, φύγε του λέει. Τον επόμενο τον πιάνει από την μύτη και του την στρίβει… πονάς; όχι του λέει. Γιατί; Γιατί είμαι λοκατζής, φύγε του λέει.
Πάει στον άλλον τον κοιτάζει αγριεμένα στα μάτια, τον πιάνει από τα αυτιά και του τα στρίβει. Τον ρωτάει πονάς; Ναι πονάωω. Τι είπες; τον ρωτά ο στρατηγός. Του τα στρίβει και τα τραβάει πιο δυνατά. Τον ρωτάει αγριεμένα, τώρα πονάς; Ναι πονάωω, πονάωω. Γιατί; Γιατί είμαι ο καφετζής.