Αφιέρωμα στον Βιομηχανικό Πειραιά Μέσα στα παλιά μηχανουργεία του Πειραιά
Μια βόλτα στα παλιά μηχανουργεία του Πειραιά είναι όπως και οι χώροι τους. Πυκνή, ενδιαφέρουσα, μυστηριώδης, σκληρή και αναπάντεχα αποκαλυπτική. Η ιστορία τους ξεκινάει από πολύ παλιά και το μέλλον πολλών εξ αυτών μοιάζει συνδεδεμένο με τη συνταξιοδότηση των ιδιοκτητών τους. Μπήκαμε σε κάποια, μιλήσαμε με τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί και βιώσαμε τον στίχο του Μανώλη Ρασούλη: «Ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε στο μηχανουργείο». Ο αστερισμός της σιδερόσκονης έχει τους δικούς του νόμους.
Αφορμή της επαφής μας με τα μηχανουργεία του Πειραιά και την ιστορία τους ήταν ο θεματικός ιστορικός περίπατος, βασισμένος σε πρωτότυπη έρευνα, που διοργάνωσε πρόσφατα η ομάδα «ΒΙ.Δ.Α.» με ξεναγό την ιστορικό Μαρία Μαυροειδή. Δεν χρειάστηκε και πολύς χρόνος για να αποφασίσουμε με τον Χρήστο Τόλη μια «καταδρομική» βόλτα στα μηχανουργεία ένα σαββατιάτικο πρωινό, χωρίς προηγουμένως να έχουμε μιλήσει με κανέναν από τους ιδιοκτήτες. «Πάμε και ό,τι βρούμε ανοιχτό».
Η αναζήτηση στο διαδίκτυο «Μηχανουργεία Πειραιάς» δεν βοήθησε πουθενά. Το εύρος των αποτελεσμάτων είναι χαοτικό. Γνωρίζαμε ότι στην περιοχή πάνω από το λιμάνι που σήμερα ονομάζεται «Παπαστράτειο» (λόγω του γνωστού εργοστασίου που έχει μετατραπεί σε εταιρικά γραφεία) υπάρχουν πολλά μηχανουργεία. Δεν φανταζόμασταν πόσα!
Μια περίεργη ησυχία στους δρόμους μάς επέτρεπε να ακούμε από μακριά ήχους μετάλλων και αντίλαλους εργασιών. Κάποια μηχανουργεία ανοιχτά, κάποια κλειστά, κάποια εγκαταλελειμμένα. Η βιομηχανική ανάπτυξη στην περιοχή ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα, όταν ο Πειραιάς «κέρδιζε έδαφος» από την Ερμούπολη και άλλα λιμάνια, μέχρι που έφτασε το 1892 να είναι η μοναδική ελληνική πόλη με θεσμοθετημένη βιομηχανική ζώνη.
Ο πρώτος μεγάλος «παίχτης» της μηχανουργίας του Πειραιά ήταν ο Κωνσταντινουπολίτης Γεώργιος Βασιλειάδης, που κατασκεύαζε μέχρι και ατμόπλοια, μέχρι να εμφανιστεί ο Σκοτσέζος Τζον Μακ Δούαλ με το μηχανουργείο «Ήφαιστος», που υπήρξε ο βασικός του ανταγωνιστής. Κατά το διάστημα 1879-1882 τα δύο μεγάλα μηχανουργεία του Βασιλειάδη και του Μακ Δούαλ επεκτείνονται, ενώ ιδρύονται ακόμα δύο σημαντικές μονάδες, το εργοστάσιο του Αργυρίου (1881) και του Αχιλλέα Κούππα (1882). Τα δύο μεγάλα μηχανουργεία στρέφονται στις ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες από τη δεκαετία του 1880, όταν ο Πειραιάς εξελίσσεται σε κόμβο των ναυτικών συγκοινωνιών της ανατολικής Μεσογείου και ταυτόχρονα σε λιμάνι ανθρακεύσεως και επισκευής των ελληνικών και ξένων πλοίων, μας λέει η ιστορικός και βιομηχανική αρχαιολόγος Μαρία Μαυροειδή.
Από τα πρώτα πράγματα που παρατηρείς βλέποντας τα μηχανουργεία είναι η είσοδός τους. Μεγάλες συρόμενες μεταλλικές πόρτες, με τις ρόδες τους να βρίσκονται είτε κάτω στο έδαφος είτε ψηλά σε κάποια σιδηροτροχιά. Πάνω σε αυτές τις μεγάλες πόρτες υπάρχουν άλλες, μικρότερες, «κανονικές», για την καθημερινή χρήση. Το φυσικό φως είναι λίγο, τα παράθυρα -αν υπάρχουν- μικρά, τα ράφια και οι εντοιχισμένες εργαλειοθήκες κανόνας. Μικροί ή μεγαλύτεροι γερανοί με αλυσίδες φτάνουν μέχρι την είσοδο για να «παραλάβουν» ή να «ξεπροβοδίσουν» μηχανήματα και εξαρτήματα αδύνατο να σηκωθούν με την ανθρώπινη δύναμη.
Στα παλιά μηχανουργεία του Πειραιά κρύβονται οι συνωμότες του Προμηθέα
Τα περισσότερα στις ταμπέλες έχουν τα ονόματα των ιδιοκτητών και όχι εμπορικές επωνυμίες. Είναι το μηχανουργείο του «τάδε». Ακόμα και μερικά που έχουν εμπορικές επωνυμίες, τις περισσότερες φορές κάπου θα αναγράφουν το όνομα του ιδιοκτήτη. Πράγμα που συνέβαινε βέβαια κατά κόρον και σε όλα τα εμπορικά καταστήματα της παλιάς Αθήνας. Στη βόλτα μας περνάμε από τις τοποθεσίες ιστορικών μηχανουργείων όπως αυτό του Κούππα, του Μακλότση, του Φρόνιμου, του Αξελού, Ροντήρη – Στρομπούλη κ.ά. Οι συνεχιστές της τέχνης τους σήμερα μοιάζουν κάπως απομονωμένοι. Με ένα αδιευκρίνιστο παράπονο και μια σκληρή μοναξιά να κρέμεται από τους σκουρόχρωμους τοίχους σαν αναμονή δικαίωσης.
Εδώ θα βρεις οποιαδήποτε μηχανουργική εργασία φανταστείς. Στη βόλτα μας είδαμε άλλους να επισκευάζουν αντλίες εμπορικών πλοίων και άλλους με τις μάσκες της ηλεκτροκόλλησης να επισκευάζουν διάφορους σωλήνες. Η ναυτιλιακή βιομηχανία φαίνεται να κρατάει ζωντανά πολλά από τα μηχανουργεία του Πειραιά.
Ρωτήσαμε την κυρία Μαυροειδή αν υπάρχει μια καλή εικόνα για το πόσα μηχανουργεία λειτούργησαν στον Πειραιά και ποια ήταν η περίοδος της μεγάλης τους άνθισης: «Για την περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το 1960 –οπότε και ξεκινάει η υποχώρηση του κλάδου στη χώρα– και μέσα από εκτεταμένη και ενδελεχή έρευνα, έχουν καταγραφεί στον Πειραιά περισσότερα από 200 μηχανουργεία, τα οποία δεν εκτελούν απλώς επισκευές, αλλά κατασκευάζουν μηχανήματα ποικίλων ειδών. Ιδιαίτερα στη δεκαετία 1920-1930 ο όγκος της μηχανουργικής παραγωγής στη χώρα γενικά αυξήθηκε, αναδεικνύοντας τη μηχανουργία σε έναν από τους τρεις κλάδους (κατά σειρά, βιομηχανία χάρτου, υφαντουργία, μηχανουργία) με τη δυναμικότερη ανάπτυξη, παρά το μικρό ειδικό βάρος του στη συνολική βιομηχανική παραγωγή.
Κατά τη δεκαετία του 1930, λόγω της επιβολής περιορισμών στις εισαγωγές, δημιουργήθηκαν νέες τάσεις και κατευθύνσεις στη μηχανουργία, η οποία στράφηκε στην κατασκευή μηχανημάτων και εξαρτημάτων για την υπόλοιπη βιομηχανία της χώρας (π.χ. φυγόκεντρες αντλίες, αντλίες ελαιοπιεστηρίων, σταφυλοπιεστήρια, ελαιοτριβεία, κυλίνδρους αρτοποιείων, γερανούς, ατμομηχανές, ατμολέβητες, σαπωνολέβητες, κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα), γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων, αλλά και πετρελαιομηχανών. Ταυτόχρονα, η κατασκευή των τεχνικών έργων έδωσε ώθηση στις μεταλλικές κατασκευές τις οποίες ανέλαβαν πολύ λίγα μεγάλα και ειδικευμένα σε αυτές μηχανουργεία».
Είναι μία από τις δουλειές που σε μεγάλο βαθμό πήγαινε και πηγαίνει από γενιά σε γενικά. Ο πατέρας μάθαινε στο παιδί κι έτσι οι παππούδες άφηναν τις επιχειρήσεις στους γιους και αυτοί με τη σειρά τους στα παιδιά τους. Οι νέοι που είδαμε ήταν πολύ λίγοι, και αυτοί ως βοηθοί.
Μπήκαμε σε αρκετούς χώρους εργασίας. Σε κανέναν δεν συναντήσαμε κάποια γυναίκα. Μόνο μερικές αφίσες με καυτές πόζες μοντέλων που τώρα θα είναι άνω των 60. Εξαίρεση το σιδεροβασίλειο του κυρίου Αναστάση, που παίρνει στη δουλειά την ηλικιωμένη μητέρα του για να μην είναι μόνη στο σπίτι. Εκείνη κάθεται για ώρες μέσα σε ένα στενό καμαράκι με μια πλαστική καρέκλα, ένα παλιό ντιβάνι και μια τηλεόραση.
Οι περισσότερες γειτονιές του Πειραιά έχουν φασαρία στους δρόμους και ησυχία μέσα στα κτίρια. Εδώ τα πράγματα είναι αντίστροφα. Σε διεθνές επίπεδο, μας λέει η κυρία Μαυροειδή, «η παραγωγή μηχανημάτων υπήρξε από τον 19ο αιώνα νευραλγική για την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η ύπαρξη ή μη του μηχανοκατασκευαστικού κλάδου καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα, την ένταση και την πορεία της εκβιομηχάνισης σε κάθε χώρα, αποτελώντας κριτήριο και μέτρο της βιομηχανικής ανάπτυξης».
Δαιμονιώδης συνειρμοί με πηγαίνουν στον «Υπόγειο κόσμο» του αιρετικού λαογράφου Ηλία Πετρόπουλου. «Δεν μπορεί», παραμιλάω, «όλο και κάποιον φάκελο θα είχε στην πυκνή ταξινομημένη βιβλιοθήκη του με τίτλο “Μηχανουργεία”».
Αν κάτσεις περισσότερη ώρα ακούγοντας τους διαλόγους μέσα σε ένα μηχανουργείο θα καταλάβεις ότι χρειάζεται ένα μικρό λεξικό για να μη νιώθεις εκτός τόπου και χρόνου. Φιλιέρες, φρέζα, φρεζοδράπανο, μανέλα, τσοκ, καρυδάκια, σέγα, αλοιφαδόρος, δισκοπρίονο, κολαούζα, πλάνες… Αυτές και δεκάδες άλλες φράσεις της μηχανουργικής αργκό συμπεριλαμβάνονται στην καθημερινή συνεννόηση.
Κατά έναν μυστήριο τρόπο, αυτοί εδώ οι άχρωμοι χώροι έχουν έναν αλλοπρόσαλλο δείκτη φιλοξενίας. Υπήρξαν αρκετοί που δεν είχαν όρεξη να μας μιλήσουν ή ήταν δύσπιστοι. Όχι από αγένεια, αλλά επειδή έλειπαν τα αφεντικά τους. Για τον ίδιο λόγο δεν μας άφησαν να φωτογραφίσουμε. Από την άλλη, οι περισσότεροι ιδιοκτήτες στάθηκαν απέναντί μας με φιλική διάθεση εξομολόγησης. Δεν χρειαζόταν υπερβολική ευγένεια στην προσέγγιση, αλλά χρειαζόταν να πεις γρήγορα και άμεσα αυτό που ήθελες για να έχει αποτέλεσμα. «Ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε στο μηχανουργείο», που έχει γράψει και ο Μανώλης Ρασούλης.
Η μηχανουργική ζώνη του Πειραιά είναι γεμάτη αντιθέσεις. Από τη μία η νοοτροπία που περιγράφει λογοτεχνικά η Μάρω Δούκα στο βιβλίο της «Η αρχαία σκουριά» (Πατάκης, 2008): «Κι ο Δημήτρης που άλλαξε πέντε μηχανουργεία, από δώδεκα χρονών, όσο να μάθει τον τόρνο – καλά τον έχω και μου χαμαλεύει, όχι θα του μάθω την τέχνη να μου ζητά και μεροκάματο από πάνω», κι από την άλλη μηχανικοί ή εμπειροτεχνίτες πρόθυμοι να σου δείξουν ό,τι τους ρωτήσεις.
Κείμενο: Μιχάλης Γελασάκης
Φωτογραφίες: Χρήστος Τόλης