Λογιωτατόπουλος Φίλιππος
Το στοίχημα το πρώτο
Έστεκε ράθυμος ο ήλιος στο ανηφόρι
είχε κοπάσει από του κάματου την ρότα
ήταν ο πόθος της πατρίδας ένα αγόρι
και στην κουβέρτα μας εγύρναγε σαν πρώτα.
Άνοιγε η «Χάρυβδη στη Σκύλλα» το κανάλι,
για να περάσει το μονάκριβο αγόρι,
είναι η ψυχή του ναυτικού ένα ποστάλι
που δεν γνωρίζει από μπόσικα και ζόρι.
Ασημοστόλιστα κεντίδια την στολίζουν
του ακριβοτάξιδου πηδάλιου την κολώνα,
όσοι βαρδιάζουν μοναχοί την τύχη βρίζουν,
που τους κρατάει μες στο στόμα του κυκλώνα.
Ανάσα δύσκολη, μουτζούρα και ιδρώταςα
τις μηχανές τις φτιασιδώνουν μέρα νύχτα,
τα μπερδεμένα του μυαλού σου που ερωτάς,
κάντα ανάμνηση στο πέλαγος και ρίχτα.
Και της Ραμπάτ σαν αχνοφάνηκε το πόρτο
κάπως εθόλωσε το στέριωμα τριγύρω,
ήταν το στοίχημα που χάθηκε το πρώτο
με τον καιρό, που μας εκύκλωσε ένα γύρω.
Πάλι ακαμάτευε ο ήλιος στο ανηφόρι
και της Ραμπάτ έστεκε ασάλευτο το πόρτο,
στα μαύρα βάθια του κοιμόταν ένα αγόρι
κι εμείς που χάσαμε το στοίχημα το πρώτο.
Φίλιππος Λογιωτατόπουλος
Από την ποιητική συλλογή΄
«Τα βήματα της πλώρης»