Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

Να τα πούμε;

122Όσα χρόνια και αν περάσουν νομίζω πως δεν θα μπορέσω να βγάλω από το μυαλό μου τα αλησμόνητα παιδικά μου χρόνια. Κυρίως αυτές τις Άγιες μέρες που πλησιάζουν αυτές οι παλιές και τόσο όμορφες αναμνήσεις γίνονται πολύ δυνατές και με κάνουν να τρέμω στην ιδέα ότι είμαι ακόμα παιδί και ότι θα πάω να πω τα κάλαντα.

«Μαμά, βάλε μου τα καλά μου. Αύριο πρωί θα πάω να πω τα κάλαντα. Έλεγα με σοβαρότητα και αυτοπεποίθηση λες και πήγαινα να πιάσω μια κανονική δουλειά. Αυτή την κουβέντα την έκανα μόνο και μόνο γιατί ήθελα να πάω να τα πω καλοντυμένος. Κείνα τα χρόνια ήταν ντροπή να πας για Κάλαντα και να μην φοράς ότι καλύτερο είχες. Ντυνόσουν σα να επρόκειτο για τη μεγαλύτερη γιορτή».

Έβγαινα, θυμάμαι, αξημέρωτα, όπως και όλα τα άλλα παιδιά άλλωστε. Δεν πρέπει να ήταν περασμένες 5. Και τούτο γιατί στην πόλη που μεγάλωσα, δεν βρίσκεις εύκολα αριστοκράτες. Δεν συναντάς συχνά ανθρώπους που να τους πλακώνει το πάπλωμα μέχρι αργά. Είναι μια μεγάλη εργατοσυνοικία. Σε κανένα σπίτι δεν βρίσκεις άντρα, τα τελευταία μάλιστα χρόνια ούτε γυναίκα, μετά τις 8 το πρωί. Και για να συνεχίσω, όπου έβλεπα αναμμένο φως, κτυπούσα την πόρτα. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην έδινε κάτι για τις καλές αυτές μέρες των Χριστουγέννων. Ακόμα και γλυκά με φίλευαν. Ήμουν τρισευτυχισμένος, δεκάρα δεκάρα μάζευα τα χρήματα, αλλά το αισθανόμουν, το ζούσα. Πολλοί με έβαζαν στο σπίτι για το καλό και μόνο. Δεν με κρατούσαν στην πόρτα, όπως γίνεται συνήθως σήμερα Την έκφραση «μας τάπαν άλλοι», νομίζω πως τώρα τελευταία την άκουσα.

Η γειτονιά ήταν μεγάλη. Αφού έκανα τον πρωινό γύρο δίκην ξυπνητηριού, και καλημέριζα τον κόσμο, πήγαινα σπίτι. Τότε όμως άρχιζε και ο επόμενος γύρος. Ερχόταν βλέπετε η σειρά των γνωστών και των συγγενών. Ακόμα και όσους ξεχνούσα εγώ, δεν με ξεχνούσαν αυτοί. «Γιαννάκη δεν ήρθες να μας πεις τα κάλαντα» έλεγε ο ένας. «Γιαννάκη θα σε μαλώσω που με ξέχασες» παραπονιόταν ο άλλος. Αλλά και η μητέρα μου, μόλις ερχόταν από τη δουλειά μου έλεγε. «Να πάς να τα πεις και στην κυρία Μαρία που είναι μόνη». Ή «γιατί δεν πήγες στη Θεία Γιωργία;». Ειλικρινά, ο κόσμος τότε ήταν πιο αγνός. Μπορεί να την περνούσε δύσκολα αλλά ήταν ανθρώπινος. Είχε μια νοοτροπία που σε σκλάβωνε. Όχι δεν είμαι συναισθηματικός! Λέω την αλήθεια και μόνο αυτή. Όπως ακριβώς την ξέρουν όλοι όσοι έζησαν εκείνη την εποχή, που δεν είναι δα και τόσο μακρινή

Αν διαβάσει κανείς τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη θα ενθουσιαστεί για την παραστατικότητά τους και την ευλάβεια. Εκατομμύρια Έλληνες έχουν γαλουχηθεί με τις ιστορίες του. Και όμως είναι πραγματικές μαρτυρίες μιας εποχής που άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα της. Και τα τωρινά έθιμα είναι ωραία. Για τα σημερινά παιδιά, ίσως να είναι μια πολύ καλή ανάμνηση. Στη γειτονιά μου ανήμερα τα Χριστούγεννα βγαίνουν τα παιδιά της Εκκλησίας με συνοδεία οργάνων και λένε Χριστουγεννιάτικους Ύμνους και είναι ακόμα βαθιά μεσάνυκτα, και κάνει κρύο και όμως αυτά εκεί, περνούν απ’ όλες τις γειτονιές και ψέλνουν. Δεν χάθηκαν βλέπετε όλα τα όνειρά μας, δεν ξεχάστηκαν οι παραδόσεις μας. Κάπως έτσι συνεχίζεται η ιστορία της φυλής μας.

Τα παραπάνω είναι από τις παλαιότερες αναμνήσεις μου. Βέβαια στο σπίτι δεν ήταν όλα τόσο ρόδινα. Έχω την εικόνα ανέπαφη, τότε που πλημμύριζε το υπόγειο, που κατοικούσαμε, με νερά και ο πατέρας προσπαθούσε, μετά τη βροχή, να τα βγάζει έξω. Θυμάμαι και όλες, σχεδόν, τις ιστορίες γύρω από τη σόμπα τις κρύες νύχτες του Χειμώνα. Ακούγαμε για το Χριστό που γεννήθηκε μέσα στη σπηλιά και τον ζέσταιναν τα ζώα, ενώ εμείς είχαμε κοντά μας την αναπνοή των γονιών μας και το ανεπαίσθητο τρίξιμο των λιγοστών ξύλων που σιγόκαιγαν. Κάποια από τα παραμύθια που άκουγα, τα είχα μάθε απ’ έξω, το ενδιαφέρον μου όμως ήταν πάντα αμείωτο. Τύχαινε όμως καμιά φορά, ως παιδί, να με παίρνει ο ύπνος πριν τελειώσει το παραμύθι, έτσι σαν όνειρο θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει, πριν με φιλήσει, «Άντε Γιάννακα, αύριο πάλι!».

Τι δεν έχω να θυμάμαι από εκείνη την δροσερή αλλά και τόσο νοσταλγική εποχή! Είναι τα χειμωνιάτικα βράδια που έχουν γίνει πιο κρύα και απρόσωπα. Είναι ο ίδιος ο κόσμος που δεν αφήνει να ζεστάνουμε τις καρδιές μας. Είναι όλα αυτά που ενώ κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη και επιφανειακά ζεστή, δίνουν έναν αδιάφορο τόνο στην ύπαρξή μας. Είναι ο ίδιος ο Χριστός που περιμένει και πάλι να γεννηθεί στη φάτνη και δεν γνωρίζει πώς να μπει στις καρδιές μας!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *