Η Μεγάλη Βεντέτα Μανιατών – Κρητών τα αιματηρά επεισόδια του Φλεβάρη του 1906
Του Σταύρου Μαλαγκονιάρη
Ένας «εμφύλιος πόλεμος» δύο ημερών μεταξύ Κρητών και Μανιατών μετέτρεψε τον Πειραιά σε πεδίο μάχης και… συγκλόνισε ολόκληρο τον -έτσι κι αλλιώς- «ασθενικό» κρατικό μηχανισμό.
Αφορμή στάθηκε μια λογομαχία μεταξύ ενός νεαρού Κρητικού και ενός Μανιάτη αχθοφόρου στον χώρο του Τελωνείου, στον Πειραιά. Ομως, ουσιαστική αιτία ήταν η αδράνεια της τοπικής Αστυνομίας να συλλάβει τον δεύτερο, που είχε τραυματίσει θανάσιμα με μαχαίρι τον πρώτο.
Παράλληλα, αναδείχθηκε το «άβατο» που είχαν δημιουργήσει, από τότε, στις λιμενικές υπηρεσίες οι Μανιάτες και διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί ένας μύθος, σύμφωνα με τον οποίο μόλις γεννιόταν αγόρι στη Μάνη έφτανε μήνυμα στον Πειραιά:
«Έτεκεν άρρεν. Φυλάξατε θέση στο λιμάνι».
Τα αιματηρά επεισόδια, που κυριάρχησαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής, άρχισαν την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 1906, κατά την άφιξη μιας ομάδας νεαρών Κρητών και συνεχίστηκαν όλη τη Δευτέρα ακόμα και με… μάχες στην Καστέλλα!
Όπως έγραφαν οι εφημερίδες, οι νεαροί Κρητικοί δεν θα έμεναν στην Αθήνα παραπάνω από μία-δύο ημέρες, αλλά δεν ανέφεραν για πού θα έφευγαν. Αυτό οδηγεί στη βάσιμη εκτίμηση ότι πήγαιναν, εθελοντικά, να πάρουν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, που βρισκόταν τότε στην κορύφωσή του.
Οι επιβάτες είχαν φτάσει από την Κρήτη, που δεν είχε ακόμα ενωθεί με την Ελλάδα, με ένα ιταλικό ατμόπλοιο, προερχόμενο από τα Χανιά. Όπως γινόταν τότε, αποβιβάζονταν από το πλοίο σε βάρκες και μ’ αυτές έβγαιναν στις προβλήτες για να περάσουν από το Τελωνείο.
Εκεί τους περίμεναν οι αχθοφόροι ζητώντας, όπως έγραφαν οι εφημερίδες, πιεστικά, να τους πάρουν τις αποσκευές για να τις μεταφέρουν εκτός του χώρου.
Για τους νεαρούς Κρητικούς οι λιγοστές αποσκευές τους ήταν εύκολο να μεταφερθούν από τους ίδιους και το αντίτιμο που θα κατέβαλλαν, ακόμα και μερικές δεκάρες, ήταν υψηλό για τα πενιχρά οικονομικά τους. Έτσι, αρνήθηκαν να παραδώσουν στους αχθοφόρους τις αποσκευές τους.
«Εν τούτοις οι αχθοφόροι, οι οποίοι έχουν αποτελέσει κράτος εν κράτει και εξαναγκάζουν τους ταξιδεύοντας να πληρώσουν φόρον μεταφοράς και εις αυτούς, ενόμισαν ότι έπρεπε και από τους πτωχούς εκείνους νέους να ζητήσουν τον… «νόμιμον φόρον», περιέγραφε σε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ η εφημερίδα «Αθήναι» του Γεώργιου Πωπ.
Κουβέντα στην κουβέντα προκλήθηκε ένταση και δεν άργησαν Μανιάτες και Κρητικοί να έρθουν στα χέρια. Τότε, ένας αχθοφόρος ονόματι Ευστ. Σαραντέας έβγαλε ένα μαχαίρι και τραυμάτισε σοβαρά τον Ιωάννη Πολυμενάκη, που εξέπνευσε, λίγο αργότερα, στο Τζάνειο Νοσοκομείο και ελαφρύτερα τον Ι. Λορετζάκη ή Λαρετζάκη.
Τότε “επενέβησαν οι τελωνειακοί και τα πράγματα προς στιγμήν ηρέμησαν για να μεταφερθούν οι τραυματίες στο νοσοκομείο. Ταυτόχρονα, μια ομάδα Κρητικών πήγε στην Αστυνομία για να καταγγείλει τα γεγονότα.
Στην πόλη μόλις μαθεύτηκαν τα γεγονότα επικράτησε… παγωμάρα. Παρότι τελευταία Κυριακή της Αποκριάς και πολύς κόσμος κανονικά θα διασκέδαζε, τα καταστήματα έκλειναν τις πόρτες διότι ήταν διάχυτη η ανησυχία για επεισόδια.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο επικεφαλής της Αστυνομίας προσπαθώντας να οργανώσει μέτρα τάξης αδράνησε για τη σύλληψη του δράστη.
Από την άλλη πλευρά οι Κρήτες, βλέποντας ότι ο δράστης κυκλοφορούσε ελεύθερος, επέρριπταν ευθύνες στην Αστυνομία. Στο μεταξύ, όλο και περισσότεροι Κρητικοί έφταναν από την Αθήνα και συγκεντρώνονταν στα «Κρητικά», στον Πειραιά, συζητώντας για την αντίδρασή τους.
Τελικά, το απόγευμα, περίπου 200 άτομα ξεκίνησαν από εκεί για να πάνε στο Τελωνείο και να βρουν τους Μανιάτες, οι οποίοι ωστόσο δεν ήταν εκεί καθώς εκείνη την ώρα δεν εργάζονταν.
Αγανακτισμένοι οι Κρητικοί κατευθύνθηκαν σε ένα κοντινό καφενείο όπου σύχναζαν Μανιάτες. Οι Κρητικοί άρχισαν να σπάνε τα τζάμια του καταστήματος αλλά και οι θαμώνες δεν έμειναν αδρανείς. Απάντησαν με πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας ακόμα Κρητικός ονόματι Εμ. Αμαριανός ή Σπυριδάκης και να τραυματιστούν ελαφρύτερα άλλα δύο άτομα.
Τη νύχτα ο τρόμος είχε καταλάβει όλη την πόλη. Ομάδες Κρητών ξεκινούσαν από τα «Κρητικά» και διά της οδού Τσαμαδού κατέβαιναν προς το κέντρο σπάζοντας καταστήματα Μανιατών. Εκτός, όμως, απ’ αυτά έσπασαν και ένα οπλοπωλείο αρπάζοντας όπλα και φυσίγγια.
Την άλλη μέρα, Καθαρά Δευτέρα, ο Πειραιάς έμοιαζε με εμπόλεμη πόλη. Από τη μια μεριά τα δύο «στρατόπεδα», Κρητικοί και Μανιάτες, και ενδιάμεσα δυνάμεις ναυτών, χωροφυλάκων, ευζώνων και δύο ίλες του ιππικού, που η κάθε μια είχε 64 ιππείς.
Ωστόσο, κατά διαστήματα γίνονταν μάχες, κυρίως στην περιοχή της Καστέλλας, όπου είχαν σπίτια διάφοροι εύποροι Μανιάτες. Σε αυτές τις μάχες άλλο ένα άτομο έχασε τη ζωή του και πολλοί τραυματίστηκαν.
Η κυβέρνηση του Κερκυραίου Γ. Θεοτόκη φαινόταν να έχει χάσει τον έλεγχο.
Το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας ο πρωθυπουργός συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο στο σπίτι του για να εξετάσει τη λήψη μέτρων που θα συντελούσαν στην αποκατάσταση της τάξης.
«Μετά μακράν συζήτησιν απεφασίσθη να δοθή διαταγή εις τον διευθύνοντα την στρατιωτικήν δύναμιν εν τη ημετέρα πόλει, ίνα εξαντλήσει άπαντα τα ήπια μέτρα προς επαναφοράν της τάξεως εναντία δε περιπτώσει καθ’ ην οι ταραξίαι δεν θα υπήκουον εις τας παρακλήσεις των αρχών να μεταχειρισθή την βίαν», έγραφε η ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα».
Τελικά, την Τρίτη το μεσημέρι με τη μεσολάβηση και του δημάρχου Αθηναίων Σπ. Μερκούρη συγκροτήθηκαν επιτροπές από επιφανείς Μανιάτες και Κρητικούς που θα συζητούσαν για τον τρόπο αποκατάστασης της τάξης.
Η πρώτη συνάντηση έγινε στο Μικρολίμανο και από τους Μανιάτες πήραν μέρος οι Γ. Τζανετάκης, Γ. Πετροπουλάκης, Π. Ραζέλος, Κατσάκος και Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ενώ από τους Κρήτες οι Μάνος, Ζυμβρακάκης, Λουκάκης, Τσόντος, Τσολακόπουλος, Μαλιντρέτος, Παπαμαλέκος και Στυλιανάκης.
Το πρώτο θέμα που τέθηκε ήταν ο αφοπλισμός των δύο πλευρών και εν συνεχεία έγινε συζήτηση «περί του τρόπου ειρηνεύσεως των διαμαχομένων φυλών (…) χωρίς να προσβληθή η φιλοτιμία οιουδήποτε εκ των ερισάντων». Πραγματικά, επήλθε συμφιλίωση και εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης των αχθοφόρων που είχαν προκαλέσει τα πρώτα επεισόδια.
Ωστόσο, είχε παραμείνει ανοιχτό το θέμα της λειτουργίας της αχθοφορικής υπηρεσίας.
Οι έμποροι της Αθήνας και του Πειραιά βρήκαν την ευκαιρία να επαναφέρουν αίτημά τους ουσιαστικά για ιδιωτικοποίηση της αχθοφορικής υπηρεσίας, με την ανάληψή της από έναν εργολάβο.
Η κυβέρνηση αρχικά ήταν θετική σ’ αυτό προκαλώντας δικαιολογημένη αγωνία στους αχθοφόρους για τη δουλειά τους.
Όμως, η περίοδος ήταν προεκλογική. Έτσι, στις 18 Φεβρουαρίου, ο Γ. Θεοτόκης επισκεπτόμενος το Τελωνείο Πειραιά έκανε, αμέσως, ένα… βήμα πίσω δεσμευόμενος ότι στη νέα υπηρεσία θα προσληφθούν, κατά προτεραιότητα, οι υπάρχοντες αχθοφόροι.
Λίγες ημέρες αργότερα, έγιναν και τα… επόμενα βήματα και η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη.
Όμως, μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Θεοτόκης κέρδισε ξανά τις εκλογές που έγιναν περίπου έναν μήνα αργότερα, στις 26 Μαρτίου 1906.