Η ημέρα των Αετών και της χαράς
Αν με ρωτούσαν να τους πω, πια μέρα του χρόνου είναι η αγαπημένη μου, θα έδειχνα την Καθαρή Δευτέρα. Είναι η μέρα των ονείρων μου. Ανέκαθεν ήταν ο άλλος μου εαυτός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα μου άρεσε. Είναι βλέπετε τόσο ελεύθερη, που δεν μοιάζει με καμιά άλλη. Έτσι τουλάχιστον νομίζω εγώ, και πιστεύω ότι δεν είμαι μόνος. Βλέπετε πέφτει πάντοτε σε ένα συνεχόμενο τριήμερο, που την κάνει ακόμα πιο ελκυστική.
Στη γειτονιά μου, όταν ήμουν παιδί, εκεί στις πλαγιές του Περάματος, όλα τα σπίτια ήταν μονώροφα, με σκεπή από κεραμίδια ή τσίγκους. Κάτι σαν αυτό που λέμε σήμερα παράγκες. Υπήρχε, όμως και μια εξαίρεση. Ένα σπίτι είχε ταράτσα από πάνω. Που μας έχανες λοιπόν, που μας εύρισκες, σκαρφαλωμένους στη μικρή ταράτσα, να προσπαθούμε να πετάξουμε τους αετούς μας! Μια ντουζίνα παιδιά, σε μια μικρή ταρατσούλα. Ήμασταν για φωτογραφία! Κάθε παιδί προσπαθούσε να πετάξει τον δικό του αετό και γινόταν ένα κομφούζιο. Κάποια άλλα παιδιά από κάτω έπιαναν κεφάλι (σήκωναν ψηλά τον αετό όρθιο), για να τραβήξουμε το σπάγκο και να πάει ψηλά.
Οι σκηνές δεν μπορούσαν να περιγραφούν. Και η καλή γυναικούλα, η κυρά Χρυσούλα, καμάρωνε για το ταρατσάκι της, που ήταν γεμάτο παιδιά και ζωή. Και δεν ήταν μόνο η Καθαρή Δευτέρα που πετάγαμε τους Αετούς. Η όλη διαδικασία, άρχιζε διό τρεις βδομάδες πιο μπροστά. Που χρήματα για να αγοράσουμε αετούς. Αγοράζαμε κόλες πολύχρωμες και στη συνέχεια προσπαθούσαμε, με ξύλα που μας έδιναν τα μαραγκούδικα, να φτιάξουμε τους αετούς μας. Πρωτομάστορας στην κατασκευή αετών ήταν ο Θόδωρας, ένα καλόκαρδο παιδί που, λόγω του πάχους του, τον φωνάζαμε «πεντόκιλο».
Όλες τις μέρες της αποκριάς, με αποκορύφωμα την Καθαρή Δευτέρα, πετούσαμε αετούς. Αμέσως μετά το σχολείο, αφού τρώγαμε βιαστικά, σκαρφαλώναμε στο ταρατσάκι. Όταν λέω σκαρφαλώναμε κυριολεκτώ. Ανεβαίναμε πρώτα σε μια μάνδρα, μετά πηδούσαμε με προσοχή στο παραγκάκι που ήταν δίπλα και από κει ανεβαίναμε στο ταρατσάκι.
Χρόνια αλησμόνητα. Όλη μέρα παιχνίδι και το βράδυ διάβασμα, όσα παιδιά είχαμε το κουράγιο. Πάντα όμως οι καθηγητές ήταν εντάξει. Δείχνανε μια ανθρωπιά! Μας καταλάβαιναν λες και βρισκόντουσαν όλη μέρα μαζί μας. Νομίζω πως αυτός ήταν και ο λόγος που προσπαθούσαμε να μην στους στεναχωρούμε. Τα ξενύχτια που δίναμε πολλές φορές για να διαβάζουμε ήταν άλλο πράγμα.
Ο ουρανός του Περάματος γέμιζε αετούς. Άλλοι, οι πιο εφευρετικοί, έφτιαχναν αετούς κομψοτεχνήματα. Θυμάμαι τα τσερκένια που έφτιαχνε ο Στέργιος! Ήταν πραγματικός τεχνίτης. Τα ζύγιαζε τόσο καλά που δεν έπαιρναν ούτε μια κολοτούμπα. Κοκκώνια καθόντουσαν. Όλος ο κόσμος τα καμάρωνε. Κάποιοι στόλιζαν τους αετούς τους με σκουλαρίκια, τους έβαζαν και κανένα σβουριχτάρι και γινόντουσαν τέλειοι. Η μεγάλη πλάκα γινόταν όταν μπλεκόντουσαν οι αετοί. Το τι επακολουθούσε δεν λέγεται. Αν υπήρχαν χρονόμετρα θα κατέγραφαν ρεκόρ ταχύτητας. Τα παιδιά πηδούσαν από το ταρατσάκι και έφευγαν βολίδα για το σημείο που θα έπεφτε ο αετός τους.
Ανήμερα την Καθαρή Δευτέρα, κανένα σπίτι δεν έστρωνε τραπέζι για να καθίσουν να φάνε. Υπήρχε ένα τραπέζι που, δίκην μπουφέ, είχε πάνω του τα πάντα. Από λαγάνα, χαλβά, ελιές, τουρσιά, κάνα χταπόδι, μέχρι και καλαμαράκια κονσέρβα, χωρίς να λείπουν και τίποτα φρούτα, λαχανικά ή και ντολμαδάκια. Φυσικά υπήρχε και το σχετικό κρασί για το τρατάρισμα. Όποιος ξένος πέρναγε, τον καλούσαν μέσα στο σπίτι και τον κερνούσαν.
Κανείς δεν απορεί με τις αναμνήσεις του. Έρχονται πάντα δίπλα του, είτε τις καλέσει είτε όχι. Φρεσκάρουν όμως τη ζωή του και την κάνουν να φαίνεται νέα και ωραία. Αυτό είναι και η νοστιμιά των εξαιρετικών ημερών, όπως η Καθαρή Δευτέρα.