Eβδομαδιαία Πολιτική – Οικονομική – Ναυτιλιακή – Φιλολογική εφημερίδα στην υπηρεσία των Δήμων του Πειραιά και των νησιών

ΑΠΟΨΕΙΣ

ΠΛΕΥΣΗ ΧΡΟΝΟΥ

Εισήγηση Α. Ζαρίφη

για το βιβλίο του Γ. Κανατσέλη

ΠΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ«Πλεύση στον Χρόνο»

Η ποίηση συνήθως δεν περιγράφει τον πραγματικό κόσμο, ο ποιητής εξεικονίζει το φαντασιακό του σύμπαν, το οποίο τις περισσότερες φορές αντιτίθεται με την πραγματικότητα και μάλιστα δεν αποκλείεται η αντίθεση αυτή να εξελιχθεί σε εσωτερική σύγκρουση και τότε ακολουθεί κυρίως μια λυρική – ποιητική  έκρηξη. Όπως καταλαβαίνετε αναφέρομαι στην μοντερνα και μεταμοντένα ποίηση ,στην οποία δραστηριοποιείται ο Γ.Κ.

Συγκεκριμένα όμως θα λέγαμε ότι ο μοντερνισμός του έχουν ήπια χαρακτηριστικά ,όπου οι «οι εξωπραγματικές ονειρικές εικόνες» δεν είναι σχεδόν καθόλου γριφώδεις ,έχουν παριορισμένη πολυσημεία και είναι προσεγγίσιμες στον αναγνώστη χωρίς τη μεσολάβιση της προσωπικής και αυθάιρετης διαίσθησης των αναγνωστών. Η επιστήμη της ψυχολογίας αυτή την διεργασία της όποιας σύγκρουσης και την ενεργοποίηση της διαίσθησης για την αποκωδικοποίηση των ποιητικών απεικονίσεων τη συμπεριλαμβάνει στον ορισμό της νεύρωσης (σύγκρουση της βιωμένης πραγματικότητας με την ιδέα). Αυτό το γεγονός ισχύει κατά περίπτωση γιατί διαπιστώνει κανείς ότι σε ποιητικά κείμενα τα οποία μπορεί να μην είναι προϊόντα εμφανούς εσωτερικής σύγκρουσης, αλλά μπορεί να αποτυπώνουν μια υφέρπουσα, αλλά και «σιωπιλή» διάσταση πραγματικότήτας και πηγής έμπνευσης. Εντός αυτού του θεωρητικού  πλαισίου ανιχνεύεται και η ποητική φυσιωγνωμία του Γ.Κ.

Μετά από αυτό το εισαγωγικό σχόλιο θέλω να απαντήσω στο κλασσικό και κοινότοπο ερώτημα το οποίο πολλές φορές γίνεται από τους αναγνώστες της ποίησης, οι οποίοι διερωτώνται πως εμπνέεται ο ποιητης και με ποιό δηλαδή μηχανισμό γράφεται ένα ποίημα. Εγώ θα σας αναφέρω την προσωπική άποψη, η οποία είναι εμπειρική και μπορεί διάρητη εστιάζοντας λοιπόν στην ποίηση του  Γ.Κ. αλλά και στην δική μου εμπειρία, πιστεύω ότι βιώματα του, τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις του, οι εικόνες του και όλα τα συναφή, επεξεργάζονται μέσα στο υποσυνείδητο και με μία «μεταφυσική» ενέργεια -αυτά είναι το ειδοποιό χάρισμα, το ταλέντο όπως κοινώς λέγεται,- όλα αυτά λοιπόν μεταστοιχειώνονται  σε  ένα  συμπυκνωμένο νοημάτων και συγκινησιακής φόρτισης σύνολο λέξεων που συγκροτούν τον στίχο και μετά υφαίνεται το ποίημα στην ολότητά του. Έτσι ο Γ.Κ. «παράγει» τους στίχους του ,θέλοντας να αποφορτίσει την ψυχοδομή του και να μας πεί ότι βρίσκεται πλάι μας και αποπειράται να μετατεθεί από τον κόσμο των ιδεών στον κόσμο των πραγμάτων. Επιτυχία για κάθε ποιητή είναι οι ιδέες του να πάρουν υλικές διαστάσεις και να καταλάβουν τον χώρο τους στην προσωπική «καμαρά του». Αυτή η προσπάθεια λέγεται και εξαγόρευση, ο Γ.Κ. πετυχαίνει αυτή την εξομολόγηση, γιατί σήμερα σ’ αυτό τον φιλόξενο χώρο, ακριβώς αυτό επιτελείται, γινόμαστε όλοι μας κοινωνοί  της αναντίρρητης ευαισθησίας του Γιάννη και τον βοηθάμε να μεταφέρει τις προσωπικές του «αποσκευές» με το ιλιγγιωδώς κινούμενο τραίνο του χρόνου (αλλά για τον χρόνο επιφυλασσόμεθα) και να τις αποθέσει στην τράπεζα του αποψινού κοινού μας δείπνου.

Τώρα γιατί τα είπα όλα αυτά, γιατί κάθε φορά που μελετάω ποίηση προσπαθώ να αναδεικνύω αυτά τα χαρακτηριστικά για να επιβαιβεώνομαι πρώτα εγώ -ανασφαλής βλέπετε- και για να διαπιστώσω την εκλεκτική συγγένειά μου με τον άλλο ποιητή. Οι ποιητές θεωρώ ότι είναι ιδιόρρυθμα άτομα, με νευρώσεις (φ) και εμμονές, με ατέλειωτες πεζοπορίες στα μονοπάτια ιδεών, με επινοήσεις εκφραστικών σχημάτων, πολλές φορές ερμητικών, με λίγα λόγια σε ένα δικό τους κόσμο πορεύονται οι ποιητές που τον φορτώνουν όπως τονίσαμε στον ψυχισμό τους και τον ιστορούν με τις λέξεις τους.

Τώρα πάλι θα μου πείτε γιατί επιμένω να επαναλαμβάνω περίπου τα ίδια, γιατί εκτιμώ ότι σχέση έχουν με την πλεύση του Κανατσέλη. Και ακόμη θεωρώ ότι αυτά είναι χαρακτηριστικά του οντολογικού υποστρώματος του ποιητή μας, τον οποίο τουλάχιστον εγώ είχα την ευκαιρία να τον μελετήσω και να περιηγηθώ στον πλούσιο ψυχικό του κόσμο. Τον Γ.Κ. τον γνώριζα επιδερμικά διάκρινα σχεδόν πάντοτε έναν άνθρωπο με μια ελαφρά μελαγχολία στα μάτια, με υπομειδίαμα σταθερό στα χείλη, με μία ταπεινότητα που θα μπορούσε να ερμηνευθεί -και μάλλον έτσι είναι- και ως εσωστρέφεια, πάντως την ποιητική στόφα από την παρουσία του Κ. δεν την ανίχνευσα. Ομολογώ πως όταν διάβασα το βιβλίο του βρέθηκα μπροστά σε μία ευχάριστη έκπληξη.

Ο Γ.Κ. λοιπόν αναπνέει ποιητικά, οραματίζεται ποιητικά, ερωτεύεται κατά κόρον ποιητικά και κυρίως αγαπάει ποιητικά. Ο κόσμος των ιδεών του τον παρασύρει έξω από την σκληράδα της πραγματικότητας δεν συγκρούεται πρόδηλα μαζί της, αλλά μια ήπια στιχοδομή μερικές φορές στάζει πικρό δάκρυ ή και μετρημένη χαρμολύπη. Οι ρυθμοί του Γ.Κ. δεν είναι εκρηκτικοί και οι λέξεις που καταγράφουν τις συναισθηματικές του διακυμάνσεις δεν είναι εξεζητημένες, αυτή την αρετή του, που «κοινότοπες» λέξεις  παίρνουν ποιητικά γράδα την ζηλεύω. Γιατί έτσι δημιουργείται μια ποίηση που δεν είναι κλειδωμένη, στους μύχιους και αινιγματικούς συμβολισμούς του δημιουργού, ούτε δομείται από απίθανα λεκτικά σχήματα εντυπωσιασμού, αλλά μας φωτίζει κατά το δυνατόν την βαθιά του εσωτερικότητα και την γυμνή και ανεπιτήδευτη αλήθεια του και αυτός είναι ο ιερός σκοπός του. Η μέθεξη από μέρους μας της κατατεθειμένης αυτής αλήθειας του. Νομίζω ότι κάπως έτσι ο λυρισμός του Γ.Κ. αποκτά την συγκεκριμένη ταυτότητα, δηλωτική της αθώας του προαίρεσης, και του ιδιοσυγκρασιακού του τόνου που μας παραπέμπει σε προσευχητικές περιοχές.

Επιπρόσθετα μπορώ να πω ότι η λυρική ροή στα ποιήματά του είναι συνεχής αδιατάρακτη χωρίς ανατροπές, με σαφείς αναφορές και εξωτερικεύσεις, που προφανώς βαραίνουν την συνείδηση του ποιητή και τις μοιράζεται αναπόφευκτα με τους αναγνώστες του. Και έτσι το προσωπικό κοινολογείται, γίνεται κτήμα της αναγνωστικής του κοινότητας και η επικοινωνία μας με τον Γ.Κ. γίνεται διαφανής και με στοιχεία ανόθευτης γνησιότητας.

Αν επιθυμούμε σχηματικά να δώσουμε τους άξονες της έμπνευσής του , θα μπορούσαμε  να σημειώσουμε μονολεκτικά τους εξής 1. Χρόνος, 2. φύση, 3. Έρωτας, 4. Θεός, 5. Πατρίδα. Η σειρά είναι τυχαία, νομίζω όμως ότι ο έρωτας διεκδικεί την μερίδα του λέοντος αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε. Ας δούμε τι είναι ο χρόνος για τον Γ.Κ. Μερικές φορές διακρίνω μια αντιπαλότητα του ποιητή με τον χρόνο, τον απασχολεί που η δύναμή του υπολείπεται της δύναμης του χρόνου, ο ποιητής αλλά και ο άνθρωπος συγκρούεται με τον χρόνο (ποιητική παράνοια) και κάπου κάπου ο χρόνος εισπράττεται και ως εχθρός. Όμως επειδή όπως είπαμε ο λόγος του είναι πράος και ο λυρισμός κάτι σαν ευθύγραμμο μονοπάτι, ο ποιητής συμβιβάζεται τελικά με τον χρόνο και διατυπώνει σαφώς ότι η ζώη του, η ζωή μας είναι μία πλεύση στον χρόνο όπως τονίζεται με έντονα τυπογραφικά στοιχεία στο εξώφυλλο του βιβλίου του, το οποίο κοσμείται και από ανάλογου θέματος φωτογραφία. Όμως πρέπει να τονίσουμε ότι ενώ ο χρόνος διατηρεί στη προκειμένη περίπτωση την «ουδετερότητα» και «επιμονή» του, ο γιάννης φαίνεται ότι έχει ανοικτούς λογαριαμούς με τον χρόνο, γι’ αυτό τον αναφέρει στα περισσότερα ποιήματά του. Πρόκειται προφανώς τόσο για το οντολογικό, όσο και για το υπαρξιακό πρόβλημα του ποιητή, αλλά και του ανθρώπου γενικότερα. Το πρόβλημα αυτό ο ποιητής το διευθετεί με την ένθεη διάθεσή του που γίνεται ιδιαίτερα, διακριτή ακόμη και από τις προσωπικές του επιλογές, -σας παραπέμπω στην εφημερίδα που εκδίδει, η οποία καλύπτει διεξοδικά την εκκλησιαστική ζωή της πόλης μας.

Την άλλη αγάπη του την διοχετεύει στη φύση, στην φύση μας που μας παραπέμπει πολύ συχνά και περιγράφει το κάλλος της Ελληνικής κυρίως φύσης που γι’ αυτήν ο Γ.Κ. υποκρύπτει μία δοξαστική ένταση για κι’ έτσι επιβεβαιώνεται περισσότερο η ένθεη υπόσταση που του χρεώσαμε.

Μια άλλη έκφανση της έκφρασής του είναι η γνήσια ελληνοπρέπεια που την διαλαλεί θριαμβικά. Ο ποιητής έχει πατριωτικό στίγμα έντονο και προφανώς ολοκληρωμένη ιστορική αντίληψη για την πατρίδα. Αλλά αν ο ποιητής μάχεται με τον χρόνο, τότε τι γίνεται  με τον έρωτα; Θεωρώ ότι ο έρωτας είναι το κρίσιμο στοιχείο της αναζήτησής του, στο σύνολο σχεδόν των ποιημάτων του. Πότε ο έρωτας εμφανίζεται με ορατά τραύματα από την φαντασιακή ερωτική  του αφήγηση και πότε ανασαίνει με την ελπίδα μιας ερωτικής ανταπόκρισης.

Ένας ρομαντισμός χρωματίζει τον λυρισμό του, όταν αποπειράται ερωτικές αναφορές και μια γενναίο δωρία στον λόγο του, ο οποίος σε αυτή την περίπτωση είναι έμφορτος καλολογικών στοιχείων και αγνών διαθέσεων. Ο ποιητής μας φαίνεται να είναι εσαεί ερωτευμένος και έτοιμος να διοχετεύσει την ερωτική του φλόγα στο περιβάλλον του. Γνωρίζει, διακρίνει και σέβεται το ανθρώπινο πρόσωπο… και όσο λίγο σχετικά τον γνωρίζω θεωρώ, πως το ερωτικό του αφήγημα είναι απόρροια ενός ακλόνητου ισχυρού ανθρωπισμού και μιας ορθόδοξης αντίληψης για την ζωή. Ενός αισθήματος που του αναπαράγει  την ποιητική του διάθεση και όλα αυτά, όπως τονίσαμε σε πεδίο φαντασιακό. Μοιάζει να μην τον αφορά η θνησιγενής ερωτική διάθεση που ως γνωστόν υφίσταται την φθορά λες και ο έρωτας είναι ύλη, αλλά βιώνει την εξιδανίκευση του έρωτα και έτσι αποδρά από την βιωμένη πραγματικότητα και περιφέρεται στον κόσμο των ιδεών του και των φαντασιώσεών του όπου αναπνέει και ζεί. Η σχέση του με το ερωτικό στοιχείο έχει τόσο διακυμάνσεις, όσο και διάρκεια και αυτός την σχέση αυτή την αντιμετωπίζει με ένα επίμονο λυρισμό  και καρτερία.

Τώρα σε ότι αφορά τα τεχνικά του δεδομένα της ποιητικής δημιουργίας του, είπαμε ότι η λυρική τεχνική του είναι χαλαρή και η συμβολιστική του απεικόνιση, χωρίς πολλή σημεία, είναι προσβάσιμη και εύληπτη. Το λεξιλόγιο του, απλό και οι δομές του στέρεες και ανθεκτικές στο βάρος των στοχασμών του, μεταξύ τών στίχων του αναπτύσσεται μια αρμονία που άλλες φορές είναι εμφανής και άλλες φορές διαρρέει το ποίημα σε τρόπο ώστε να γίνεται ρυθμός και τόνος εύκολα αντιληπτός. Στο σύνολο των ποιημάτων του υπάρχει ισορροπία και ποιοτική ισότητα, όλα τα ποιήματά του έχουν περίπου την ίδια λυρική βαρύτητα και αξία. Από το σύνολο των ποιημάτων του ξεχώρισα δύο ποιήματα που μου θυμίζουν την τεχνοτροπία του δημοτικού τραγουδιού -μια άλλη επιτυχής έκφανση της στιχουργικής του, την οποία δεν ξέρω αν ο Γ.Κ. την σκάφτεται να την καλλιεργήσει – που θα απολαύσουμε αμέσως τώρα. Νομίζω ότι διαπιστώσατε την μουσικότητα και την αρμονία που την βρίσκει κανείς στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής.

Κυρίες, Κύριοι, Αγαπητοί φίλοι,

Σήμερα αυτές τις ώρες η ποίηση καταξίωσε την ζωή μας, έσυρε η ποίηση την καθημερινότητα από το όποιο έρεβος των τηλεοπτικών προβολών και πολεμικών ανταποκρίσεων που πολλοί από μας θα παρακολουθούσαμε με βουλιμία και μας θύμισε ότι ο Κανατσέλης ερωτεύεται, αισθάνεται, θαυμάζει, προσεύχεται και ίσως έτσι να απολαμβάνει μια ψυχική ανάταση, την οποία προσπαθεί με λέξεις στη σειρά να μας την μεταγγίσει. Αν προσπαθήσουμε και μείς να γίνουμε κοινωνοί της ιερής συγκίνησής του, έστω και για λίγο θα καταξιώσουμε την ζωή μας, και θα απομακρύνουμε απο το πανωφόρι μας τα όποια πυκνά ψήγματα απαξίας και κατήφειας και τους ξεραμένους λεκέδες αίματος που χαρακτηρίζουν -ο Θεός να μας προστατεύει- τους έσχατους καιρούς μας.

Γι’ αυτό σήμερα ο Γιάννης μπορεί να μας αφύπνισε για να αποφύγουμε το κακό όνειρο, και μας έδωσε χώρο να φιλοξενηθούμε στο δικό του ποιητικό όνειρο και αναπνεύσουμε το οξυγόνο του και να πιούμε γάργαρο νερό από τις πηγές των εμπνεύσεών του. Γιαυτό τον ευχαριστούμε,του σφίγγουμε εγκάρδια και με θέρμη το χέρι – και  ταπεινά τον συγχαίρομε.

ΑΝΤΩΝΗΣ Α. ΖΑΡΙΦΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *