Μια μαρτυρία γύρω από τα ναρκωτικά
Φίλε μου,
Από μέρες έχω στα χέρια μου ένα κείμενο που μου το έστειλε μια κοπέλα. Επειδή, κυριολεκτικά με συντάραξε, με τις συγκλονιστικές του λεπτομέρειες, γύρω από τα ναρκωτικά, με τα μηνύματα, αλλά και τις προτροπές του, παραδίδω στη κρίση του αναγνωστικού σου κοινού.
«Μην αφήνεις να σε παραμυθιάζουν ότι δήθεν με τα δηλητήρια ο καθένας θα είναι ελεύθερος, ότι πίνοντας ή καπνίζοντας θα είσαι ο πρώτος. Δεν σου λένε την αλήθεια. Δεν σου λένε τα πιο ουσιώδη. Ότι στις πλατείες θα δίνεις πια τα κρυφά σου ραντεβουδάκια μόνο με τον έμπορο, και όχι με το αγόρι ή το κορίτσι σου, ότι θα ζεις στην παρανομία, θα κρύβεσαι από τους άλλους και τον εαυτόν σου, ψάχνοντας μυστικά μέρη για να μπήξεις βιαστικά και ένοχα, τη βελόνα στο μπράτσο σου. Ότι ύστερα από 4-6 εβδομάδες χρήσης θα αποκτήσεις εξάρτηση, επειδή ο οργανισμός σου θα παύσει να παράγει ενδορφίνες, τις ορμόνες που αυξάνουν την αντοχή μας στον πόνο και έτσι θα ζητάς με απόγνωση μεγαλύτερη δόση. Δεν σου λένε ότι θα αρχίσουν τα επώδυνα συμπτώματα και η ψυχική κατάθλιψη.
Σου κρύβουν ότι η πείνα για τις ουσίες, θα σε οδηγήσουν στην αδιαφορία για την οικογένεια και τους φίλους σου, στο ψέμα, στην κλοπή, την πορνεία, για να εξασφαλίσεις τον ακριβοπληρωμένο φτιαχτό παράδεισό σου. Σίγουρα, η ζωή είναι αγώνας που τίποτε δεν χαρίζεται και πολλές φορές τα προβλήματα σου γίνονται ασήκωτα. Όμως η πραγματικότητα μπορεί να γίνει καλλίτερη, όταν είσαι με φίλους, όταν τα βρίσκεις με τους δικούς σου, όταν διεκδικείς τα δικαιώματά σου στη δουλειά, στη μόρφωση, στις σχέσεις σου με τους άλλους, όταν ερωτεύεσαι, όταν διασκεδάζεις και είσαι κυρίαρχος του εαυτού σου.
Οι φίλοι μου είπαν πόσο θα με ανέβαζε η ηρωίνη, όχι όμως που θα με έριχνε. Δεν μου είπαν πως θα πούλαγα ο,τι είχα και δεν είχα για μία δόση και μόνο. Πως θα έβγαζα τα πάντα στο σφυρί για να δω και εγώ μία φορά τη σύριγγα μου γεμάτη ως επάνω. Πως θα ξεπουλούσα στο λεπτό όλη μου την παιδική ηλικία, παιγνίδια και όνειρα, για να αποκτήσω, έστω και ένα γραμμάριο και θα έμεναν να με κοιτάνε πίσω από το γκισέ του παλαιοπώλη δακρύζοντας για την κατάντια μου .Μα το κυριότερο και αυτό είναι που δεν τους συγχωρώ, δεν μου είπαν πως το ταξίδι εκείνο, το σεργιάνι, η μικρή τσάρκα, όπως μου είπαν θα με οδηγούσε στο θάνατο.
Και Εγώ δοκίμασα. Τους ακολούθησα, μη μπορώντας να βρω μία άλλη λύση για να ξεφύγω από τη μαυρίλα μου. Μην ξέροντας πως σε λίγο καιρό η μαυρίλα θα γίνει μαστούρα, θολούρα. Και πως θα ξύπναγα ένα πρωί ξέροντας πως δεν την παίρνω εγώ, αλλά αυτή με παίρνει. Πως θα γινόμουν βαποράκι για να την αποκτήσω με τον ιδρώτα μου. Που όμως δεν έμοιαζε με τον γλυκό ιδρώτα της προσπάθειας. Μα που με ντρόπιαζε, και με έκανε να αισθάνομαι κορόιδο, όχι για την κατάντια μου, μα γιατί έπειτα θα μου πλάσαραν όλο το σκάρτο πράμα, ενώ εκείνοι θα απολάμβαναν το πρώτο.
Και κάθε βράδυ πάλευα. Έβλεπα τη σκιά μου να τρέμει στο σκοτάδι μέσα στην τρύπια κουβέρτα. Άκουγα μονάχη μου τις κραυγές μου στο γιαπί και εκεί ανάμεσα στα χαλάσματα αντίκριζα τον πόνο να μου τρυπάει τα κόκαλα. Δεν άντεχα άλλο. Πέθαινα. Και κανένας φίλος τότε δεν ήταν πουθενά. Κανείς δεν με έπαιρνε στον κόρφο του να μου ξαναπεί για όμορφους κόσμους. Και εγώ πέθαινα. Πούλησα το ίδιο το κορμί μου σ’ εκείνο το υπόγειο, σ’ εκείνον τον αξιοπρεπέστατο πενηντάρη. Μα σ’ εκείνους δεν έφτανε το μεροκάματό μου ούτε για μια τόση δα σκόνη. Και τώρα βρισκόμουν μονάχη μου, εκεί ανάμεσα στα χαλάσματα, να σιγοψιθυρίζω εκείνο το νανούρισμα που μου έλεγε η μανούλα μου. Που σε λίγο θα γινόταν μοιρολόγι μου. Και τα μάτια μου άρχισαν να βαραίνουν. Και η καρδιά μου σταματούσε τους κτύπους της, για να μη με ξυπνήσει. Και το στόμα μου άγγιξε το πάτωμα, τα χέρια μου παγώσανε. Τα μάτια μου κλείσανε και η καρδούλα μου σταμάτησε. Έκανε το τελευταίο τακ. Και έπειτα σιωπή. Έφτασα στον καινούριο κόσμο. Και δεν μπορώ να φύγω πια. Να γυρίσω πίσω. Για μένα δεν υπάρχει νόστιμο ήμαρ…
Γι αυτό άκουσέ με. Μη πιστέψεις κανέναν. Μην κάνεις και εσύ αυτό το ταξίδι. Δεν αξίζει. Γιατί κάποτε θα το μετανιώσεις και θα θέλεις να γυρίσεις πίσω. Μα τότε τα χεράκια σου θα παγώσουν, τα ματάκια σου θα κλείσουν, και η ψυχούλα σου θα φτερουγίσει. Και τότε, θα είναι αργά».
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΘΩΔΟΣ