Αντίκλεια η μητέρα του Οδυσσέα
Η μνήμη καθιστά δυνατή την κρίση, συμβάλλει στην κατανόηση και οδηγεί, στον στοχασμό, βοηθώντας τον τρωτό άνθρωπο να υπερβεί την προσωρινότητα του βίου του επί της γης.
Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν ότι η μητέρα του Οδυσσέως Αντίκλεια ήταν κόρη του βασιλέως της περιοχής του Παρνασσού, Αυτόλυκου και ότι η πασίγνωστη εξυπνάδα του και πανουργία του οφείλεται στον τετραπέρατο αυτόν διπλωμάτη, πολιτικό και βασιλέα παππού του. Ο Αυτόλυκος, νυμφεύθηκε την Αμφιθέα και απέκτησαν την Αντίκλεια, την μητέρα του Οδυσσέα. Ο Αυτόλυκος ζούσε στον Παρνασσό, έχοντας δημιουργήσει πολλά κτήματα, πλούτο και οικογένεια με πολλούς γιους και θυγατέρες και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Στην περιοχή του Παρνασσού έζησε τα νεανικά της χρόνια η Αντίκλεια έως ότου την γνωρίσει σε κάποια επίσκεψή του ο Λαέρτης και την νυμφευθεί.
Ο πατέρας της, ο Αυτόλυκος, όπως μας περιγράφει λεπτομερώς ο Όμηρος, επισκέφθηκε την Ιθάκη όταν γέννησε η κόρη του Αντίκλεια και τηρώντας ένα πανάρχαιο έθιμο έδωσε ο ίδιος στον εγγονό του το όνομα Οδυσσεύς.
Μάλιστα, κατά την καλουμένη τελετή της ονοματοθεσίας, η οποία γινόταν την εβδόμη ή δεκάτη ημέρα από της γεννήσεως του παιδιού, κράτησε στα χέρια του το νεογέννητο που έμελλε να γίνει ο πιο φημισμένος άνθρωπος όλων των εποχών, προφέροντας με έμφαση τα εξής λόγια:
«Στάθηκα η οργή των εχθρών μου, ως τα πέρατα της γης, γι’ αυτό δίνω σ’ αυτόν το όνομα Οδυσσεύς».
Ετυμολογικώς, Οδύσσομαι σημαίνει οργίζομαι και Οδυσσεύς ο οργισμένος ή ο μισούμενος. Και πως θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά για τον θείο Οδυσσέα.
Παίρνοντας τον λόγο ο Αυτόλυκος είπε δυνατά. Γαμπρέ και θυγατέρα μου, ακούστε ποιο όνομα θα του δώσω. Έφτασα εδώ εγώ οδυσσάμενος, δηλαδή με θύμωσαν πολλοί, γυναίκες κι άντρες, όσους απάντησα στον δρόμο μου, γυρίζοντας από την μια χώρα στην άλλη γι᾽ αυτό ονομάζω το παιδί Οδυσσέα, και έτσι να το φωνάζουν.
Όταν με το καλό θα μεγαλώσει και γίνει έφηβος πια να έρθει στον Παρνασσό, στο πατρικό της μάνας του, όπου φυλάω τα πλούτη μου. Θα του χαρίσω τότε μερτικό γενναίο, και πιο χαρούμενο θα τον ξεπροβοδίσω.
Έτσι και έγινε. Έφηβος ο Οδυσσέας πήγε στον Παρνασσό να πάρει τα ταξίματα, και τα θαυμάσια δώρα. Ο παππούς του Αυτόλυκος κι οι γιοι του, μόλις τον είδαν, τον καλωσόρισαν εγκάρδια του έσφιξαν το χέρι και του μίλησαν γλυκά και ωραία. Της μάνας του η μάνα, η γυναίκα του Αυτόλυκου, τον κράτησε στην αγκαλιά της και τον φιλούσε τρυφερά, μια στο κεφάλι και μια στα ωραία του μάτια.
Ο Αυτόλυκος πρόσταξε τους γιους του να ετοιμάσουν τον δείπνο της υποδοχής. Κι αυτοί υπακούοντας στην εντολή του έφεραν μέσα ένα αρσενικό πεντάχρονο βόδι, το έγδαραν και το φρόντισαν, το έκοψαν σε κομμάτια, μετά το λιάνισαν, το πέρασαν στις σούβλες επιδέξια, έθιμο που παραμένει ακόμη και σήμερα στα πέριξ του Παρνασσού, το έψησαν στην φωτιά με τέχνη και το μοίρασαν.
Έτσι, όλη την ημέρα, ωσότου βασιλέψει ο ήλιος, έτρωγαν κι έπιναν, και κανενός δεν έλειψε το δίκαιο μερτικό.
Όταν ο ήλιος έδυσε και έπεσε το σκοτάδι, επήγαν τότε να κοιμηθούν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου. Την άλλη μέρα ξημερώνοντας κίνησαν να πάνε για κυνήγι οι γιοι του Αυτολύκου με τα κυνηγόσκυλα και μαζί τους φυσικά πήραν και τον Οδυσσέα στο μυητικό της εφηβείας κυνήγι.
Άρχισαν να ανεβαίνουν το απόκρημνο βουνό του Παρνασσού, με δάση σκεπασμένο, κι έφτασαν γρήγορα στους λόγγους. Την ώρα εκείνη ο ήλιος ανατέλλοντας έριχνε τις ακτίνες του στην γη, ανεβαίνοντας απ᾽ τον Ωκεανό.
Και τότε βρέθηκαν οι κυνηγοί βαθιά στην λαγκαδιά. Μπροστά τους έτρεχαν τα κυνηγόσκυλα, ψάχνοντας ίχνη αγριμιών, και ακολουθούσαν πίσω τους οι γιοι του Αυτολύκου, ανάμεσα τους ο Οδυσσέας, πλάι στα σκυλιά, κραδαίνοντας στο χέρι δόρυ.
Μέσα σε μια λόχμη αδιαπέραστη ήταν χωμένος ένας τεράστιος κάπρος, η λόχμη ήταν τόσο πυκνή που μήτε κι ο ήλιος με τις ακτίνες του την έφτανε, μήτε η βροχή δεν νότιζε το χώμα της, τόσο πυκνή ήταν, και γύρω εκεί πεσμένα φύλλα.
Ακούγοντας ο κάπρος το ποδοβολητό των κυνηγών και των σκυλιών, καθώς εκείνοι προχωρούσαν για να τον ακοντίσουν, σε αδιέξοδο ο ίδιος τους βγήκε αντίκρυ από τον λόγγο, με την ράχη ανατριχιασμένη, με τα μάτια που πετούσαν φλόγες, αλλά και αυτοί όλο και πιο κοντά του ζύγωναν.
Πρώτος απ᾽ όλους ο Οδυσσέας όρμησε, ψηλά σηκώνοντας στο στιβαρό του χέρι το μακρύ κοντάρι, έτοιμος να χτυπήσει. Τον πρόλαβε όμως ο κάπρος που λοξά πετάχτηκε κι έσκισε με το δόντι του την σάρκα, πάνω απ᾽ το γόνατο, ευτυχώς δεν έφτασε η πληγή στο κόκαλο. Ο Οδυσσέας όμως πρόφτασε και έριξε το δόρυ, τον πέτυχε στον δεξιό ώμο, και πέρασε η αιχμή από το φωτεινό του δόρυ βγαίνοντας στην άλλην άκρη, ο κάπρο μουγκρίζοντας έπεσε στο χώμα, και ξεψύχησε.
Τον κάπρο οι γιοι του Αυτόλυκου έτρεξαν και τον περιμάζεψαν, και αμέσως με τέχνη έδεσαν την πληγή του Οδυσσέα.
Εκεί ο Αυτόλυκος κι οι γιοι του γιάτρεψαν καλά τον Οδυσσέα, του χάρισαν ωραία δώρα και, δίχως καθυστέρηση, γερό πια και χαρούμενο, τον έστειλαν στην πατρική του Ιθάκη.
Στην Ιθάκη ο πατέρας του Λαέρτης και η μάνα Αντίκλεια, ολόχαροι με την επιστροφή του, βλέποντας το σημάδι της ουλής του, άρχισαν να τον ρωτούν τα πάντα. Ο Οδυσσέας εξιστόρησε καταλεπτώς το τι και πώς επάνω στο κυνήγι ο κάπρος τον τραυμάτισε με το λευκό του δόντι, όταν στον Παρνασσό ανέβηκε να κυνηγήσει, παρέα με τους θείους του.
Αυτή είναι η περίφημη ουλή, που μετά από είκοσι χρόνια, η γερόντισσα Ευρύκλεια, αναγνώρισε πλένοντας τα πόδια του αγνώστου μέχρι εκείνη την στιγμή Οδυσσέα, που αμέσως με το άγγιγμα αμόλησε το πόδι στον αέρα. Έπεσε τότε το πόδι του Οδυσσέα μέσα στην λεκάνη, βρόντηξε ο χαλκός, έγειρε η λεκάνη πλάι, χύθηκε όλο το νερό στο χωματένιο δάπεδο. Και πάνω εκεί η Ευρύκλεια ένιωσε μέσα της χαρά και πόνο, τα μάτια της πλημμύρισαν στα δάκρυα, πιάστηκε η φωνή της, ώσπου ακούμπησε το χέρι της στου Οδυσσέα το γένι και μετά βίας μίλησε: «Γιε μου, αλήθεια είσαι ο Οδυσσέας! Και εγώ πιο πριν δεν σ᾽ αναγνώρισα, προτού παντού να ψηλαφήσω».
Στο μεταξύ ο Οδυσσέας με το δεξί του χέρι έπιασε την γριά απ᾽ τον λαιμό, ενώ με το άλλο του την τράβηξε κοντά του και μυστικά της είπε: «Μανούλα, θες αλήθεια να με καταστρέψεις; Εσύ μ᾽ ανάθρεψες με γάλα πάνω στο βυζί σου. Και να που τώρα, μετά τα τόσα βάσανα και πάθη, γύρισα επιτέλους στην πατρίδα, κοντεύουν πια να κλείσουν είκοσι χρόνια ολόκληρα».
Στα λόγια αυτά του Οδυσσέα απάντησε η γνωστική Ευρύκλεια: «Παιδί μου, τι λόγος είναι πάλι αυτός που βγήκε από το στόμα σου! Ξέρεις πως έχω μέσα μου μεγάλη δύναμη που δεν λυγίζει, δεν υποχωρεί. Θα κρατηθώ λοιπόν, σαν την σκληρή την πέτρα, σαν το σίδερο».
Τα υπόλοιπα είναι πλέον σε όλους γνωστά.