Το παραμυθάκι της Φωνής.Σωστή διαπαιδαγώγηση
«Εκεί που ισιώνει ο αετός οι γλάροι δεν πετάνε» έλεγε πολλές φορές ο πατέρας του φίλου μου του Νίκου.
Εκείνος δεν καταλάβαινε και πολλά γιατί μικρό παιδί ήταν.
Αργότερα του έλεγε ”Το παιχνίδι δε γίνεται ευκολότερο όταν κλαις, εσύ όμως μπορείς να γίνεις πιο δυνατός”.
Και μεγάλωνε ο Νίκος κι άκουγε
«Αν δε ζεσταίνεσαι, κλείσε τον ανεμιστήρα»
«Η τηλεόραση είναι ανοιχτή στο δωμάτιο αφού κανείς δεν είναι μέσα, κλείστη».
“Κλείσε την πόρτα η σόμπα καίει».
“Μη σπαταλάς τόσο νερό, η φύση κλαίει”.
Κι ο Νίκος θύμωνε κι ήθελε να μεγαλώσει και να εξαφανιστεί από το σπίτι του.
Μεγάλωσε κι ήρθε η ώρα να πάει σε συνέντευξη για μια πολύ καλή θέση εργασίας.
Όταν ξεκίνησε ο πατέρας τον συμβούλευσε:
“Απάντησε χωρίς δισταγμό στις ερωτήσεις. Ακόμα κι αν δεν ξέρεις την απάντηση, να την αναφέρεις με αυτοπεποίθηση”.
Ο Νίκος έφτασε στο σημείο της συνέντευξης και παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν φρουροί ασφαλείας στην πόρτα. Παρόλο που η πόρτα ήταν ανοιχτή έξω, πιθανότατα ήταν ενόχληση για τους ανθρώπους που περνούσαν ή έμπαιναν.
Έκλεισε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο.
Και στις δύο πλευρές του μονοπατιού, μπορούσε να δει όμορφα λουλούδια, αλλά ο κηπουρός άφησε το κλειδί ανοιχτό και το νερό στο λάστιχο δεν σταματούσε να τρέχει.
Το νερό ξεχείλιζε στο δρόμο…
Σήκωσε το λάστιχο και το έβαλε γύρω από άλλα φυτά που το χρειάζονταν.
Δεν υπήρχε κανείς στον χώρο της υποδοχής, ωστόσο, υπήρχε μια αγγελία που έλεγε ότι η συνέντευξη θα ήταν στον πρώτο όροφο.
Ανέβηκε αργά τις σκάλες.
Το ρεύμα ήταν ακόμα ανοιχτό πιθανότατα από το προηγούμενο βράδυ…
Θυμήθηκε την προειδοποίηση του πατέρα του:
“Γιατί φεύγεις από το δωμάτιο χωρίς να σβήσεις το φως;”
Έψαξε για τον διακόπτη κι έσβησε το φως.
Μπήκε λίγο νευρικός στο διάδρομο και πάτησε το χαλάκι «καλωσορίσματος, κι είδε ότι ήταν ανάποδα».
Έσκυψε και το έβαλε από την «καλή».
Οι συνήθειες δύσκολα ξεχνιούνται.
Έκλεισε τους ανεμιστήρες που δεν χρειαζόντουσαν στο πίσω μέρος της αίθουσας μιας και οι περισσότεροι είχαν καθίσει μπροστά.
Είδε πολλούς ανθρώπους να μπαίνουν στην αίθουσα συνεντεύξεων και αμέσως να φεύγουν από μια άλλη πόρτα.
Έτσι, δεν υπήρχε περίπτωση να μαντέψει κανείς τι ρωτούσαν στη συνέντευξη. Όταν ήρθε η σειρά του, στάθηκε μπροστά με κάποια ανησυχία.
Ο υπεύθυνος πήρε τα χαρτιά του και χωρίς να τον κοιτάξει, τον ρώτησε:
«Πότε μπορείς να αρχίσεις να δουλεύεις;»
Σκέφτηκε: “Θα είναι μια παγίδα ερώτηση που θα γίνεται στη συνέντευξη».
Τον κοίταξε καλά καλά ο κύριος απέναντί του και του είπε:
”Εδώ δεν κάνουμε ερωτήσεις σε κανέναν, γιατί πιστεύουμε ότι μέσω αυτών δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τις ικανότητες κάποιου. Ως εκ τούτου, η δοκιμασία μας είναι να αξιολογήσουμε τις στάσεις του ατόμου.
Κάναμε κάποια τεστ με βάση τη συμπεριφορά των υποψηφίων και τα παρακολουθήσαμε όλα μέσα από τις κάμερες.
Κανείς από τους ανθρώπους που έχουν έρθει εδώ δεν έχει κάνει τίποτα για να φτιάξει την πόρτα, το λάστιχο, το χαλάκι καλωσορίσματος, να κλείσει ανεμιστήρες ή φώτα που ήταν άχρηστα
«Είσαι ο μόνος που το έκανε, οπότε αποφασίσαμε να σε επιλέξουμε για δουλειά».
Πάντα τον ενοχλούσε η πειθαρχία του πατέρα του, αλλά εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι χάρη σε αυτήν, έπιασε την πρώτη του δουλειά.
Μιλώντας κάτω από τη λεύκα στην πλατεία της Μουσουνίτσας ακούς ,μαθαίνεις και μπορείς να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα λόγια κάποιου φίλου.
Ζωή Μπούζα