Η Μέγκουλη (Το Περιστέρι Πωγωνίου Ηπείρου)
«Τάχα δεν ήμουν και γω νιός, δεν ήμουν παλικάρι, τάχα δεν επερπάτησα την νύκτα με φεγγάρι;»
Αυτά τα λόγια ΜΕΓΚΟΥΛΗ τα χιλιοειπωμένα τα βρήκα πως ανήκουνε το ίδιο και σε σένα.
Ήσουν στ’ αλήθεια κάποτε χωριό και εσύ με χάρη, γεμάτο νιάτα, λεβεντιά σωστή σαν παλικάρι.
Χτυπούσαν οι καμπάνες στου, σήμαινε ο σχολειό σου και αχολογούσε στο χωριό, όλο το αρχοντικό σου.
Ήταν το Σαδαράκι σου πάντα σαν του πανηγυριού την ημέρα, χόρευε, γλένταε η λεβεντιά από άκρη σε άκρη πέρα.
Το μοναστήρι, η εκκλησιά ήταν γεμάτη φέξη και φώτιζε όλα τα χωριά μέχρι το Μακριάλεξη.
Η Δάφνη, το καμπαναριό με τόσους αυλογύρους. Είχανε για συντροφιά σαράντα καλογήρους.
Το βέλασμα από τα πρόβατα και αντάμα από τα γίδια, ήταν για σένα Μέγκουλη, τα πιο όμορφα στολίδια.
Μα ξάφνου όλα άλλαξαν και ήλθαν άλλα χρόνια, μείνανε χέρσα τα σπαρτά άξυστα είναι τα αλώνια. Κλείσανε οι δρόμοι από τα κλαριά και γέμισαν χορτάρια να μαρτυρούν πως εδώ δεν ζούνε παλικάρια.
Τα πήρε όλα η ξενιτιά και τα έκανε δικά της με μόνη τους παρηγοριά του ερχομού τους στα μαύρα γηρατειά τους.
Τα λόγια του Αγίου Κοσμά στη πέτρα στο κλαδάκι, βγήκανε όλα αληθινά μας πότισαν φαρμάκι. «Ολημερίς θα περπατείς μέχρι να ερθεί το γιόμα, φωνή ανθρώπου δεν θ’ ακούς, ούτε και ζώου ακόμα.
Με όλα αυτά που ήλθανε και έλθουν και άλλα εκόμα, εμείς θα έχουμε μέσα στην καρδιά ευλογημένο χώμα.
Εδώ είναι οι παππούδες μας, εδώ και οι πατεράδες και η μάνα που μας γέννησε εδώ είναι θαμένη. Πάντα θα μας καρτερί και θα μας περιμένει.
Ήθελα και άλλα να σας πω και άλλα να μολογήσω, με πήρε το παράπονο κοντεύω να δακρύσω, με άκουσε δίπλα η καρυδιά που χρόνια μένει μόνη, να περιμένει ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ τα παιδιά για να τα καμαρώνει.
Με όλα αυτά που ακούσαμε να γίνουμε προφήτες, με την ελπίδα μέσα, να μείνουμε για πάντα ΜΕΓΚΟΛΙΤΕΣ.
Τ. ΓΚΑΝΑ
Το χωριό (Μέγκουλη)
Χωριό μου όμορφο και ωραίο
παιδί που ήμουνα
δεν είχα φανταστεί
πως κάποτε θα ερχόταν το μοιραίο.
Τα όνειρα που είχαμε
όλα τα παιδάκια
να μας τα πάρει η ξενιτιά
να γίνουνε σκλαβάκια.
Το γάλα που μας έδινε
η μάνα από το βυζί της
δεν είχε τόση δύναμη
να μείνουμε μαζί της.
Κλαίει η μάνα και μοιρολογεί
από το βράδυ μέχρι το πρωΐ.
«Ξενιτεμένο μου πουλί
και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται
και εγώ έχω τον καημό σου.
Ανάθεμά σε ξενιτιά
και συ και τα καλά σου.
άφησες έρημα τα χωριά
χωρίς παιδιά, χωρίς σχολειά
χωρίς παπά και εκκλησιά».
Γι’ αυτό και εγώ,
επήρα την απόφαση
για να γυρίσω πίσω
να φέρω και τα όνειρα
και εδώ να κατοικήσω.
Τ. ΓΚΑΝΑ
Στη μνήμη των πεσόντων του 1941
Ήλθαμε πάλι αδέλφια μας κοντά σας να βρεθούμε. Τον πόνο να γιατρέψουμε γιατί σας αγαπούμε.
Σας φέρθηκε άτιμα η ζωή και η παλιοκοινωνία. Χρόνια πολλά περάσανε. Συγγνώμη δεν έγινε καμία. Γι’ αυτό και εμείς εφέραμε αγάπη και ευγνωμοσύνη και όλοι μαζί να φτύσουμε, Χίτλερ και Μουσολίνι.