Ύψιστα Αρετή η Τιμιότητα
Μια φτωχιά χήρα, που επαιτούσε από σπίτι σε σπίτι, χτύπησε κάποτε και την πόρτα ενός πολύ πλουσίου κυρίου.
Μόλις της άνοιξε ο πλούσιος η χήρα του είπε:
Με συγχωρείτε, είμαι χήρα και άρρωστη! Έχω και δύο παιδιά. Αν το επιθυμείτε και μπορείτε, βοηθείστε με, σας παρακαλώ…!
Ο πλούσιος έψαξε να της δώσει κάτι, αλλά δεν βρήκε τίποτα.
Με συγχωρείτε, της είπε, αλλά δεν κρατώ τίποτα στο σπίτι.
Η χήρα τον ευχαρίστησε και πήγε να φύγει, όταν ο πλούσιος της είπε:
Περίμενε!
Πήγε μέσα στο γραφείο του και πήρε μία επιταγή, την συμπλήρωσε και δίνοντάς την, της είπε:
Πήγαινε σε οποιαδήποτε τράπεζα με αυτήν την επιταγή, για να εισπράξεις το ποσό.
Η χήρα ήταν αγράμματη (δεν γνώριζε από επιταγές), πήρε την επιταγή και είπε μέσα της:
Με κορόϊδεψε, μου έδωσε ένα απλό χαρτί.
Οι μέρες περνούσαν και αυτήν δεν πήγαινε στην τράπεζα, διότι ντρεπόταν και φοβόταν, νομίζοντας, ότι το χαρτί που της έδωσε ο πλούσιος, ήταν κάτι το ψεύτικο.
Μία μέρα τόλμησε και το έδειξε σε μία φίλη της και εκείνη της είπε:
Αυτό το χαρτί που κρατάς, είναι μία επιταγή για την τράπεζα. Πήγαινε να ρωτήσεις…
Τότε η χήρα αναθάρρεψε και πήγε στην τράπεζα.
Εκεί αφού ρώτησε, πήγε στον ταμία να την εξυπηρετήσει.
Μόλις το είδε ο ταμίας, της είπε, ότι είναι να εισπράξει 50 χρυσές λίρες!
Εκείνη εξεπλάγη, διότι ήταν μεγάλο το ποσό. Κάποιο λάθος θα έκανε ο άνθρωπος, σκέφτηκε και έτσι ζήτησε να πάρει πίσω την επιταγή, χωρίς να την εξαργυρώσει.
Την πήρε λοιπόν και την πήγε κατευθείαν, στο σπίτι του πλουσίου και του είπε:
Με συγχωρείτε, αλλά είναι πολλά τα λεφτά που γράψατε στην επιταγή.
Εγώ δεν αξίζω τόσα λεφτά! Δεν ξέρω τί να τα κάνω… Και σκέφτηκα, ότι θα κάνατε λάθος.
Μόλις το άκουσε αυτό ο πλούσιος, της είπε:
Πράγματι έκανα λάθος!
Πήρε την επιταγή και συμπλήρωσε πίσω από το 50 ένα μηδενικό και οι 50 χρυσές λίρες έγιναν 500! Της την έδωσε και της είπε:
Πήγαινε τώρα στην τράπεζα και γνώριζε, ότι δεν έχω κάνει λάθος!