Παναγιωτίδης Απόστολος
Σελίδες
Σ’ άδειες σελίδες, αν δούμε εικόνα το φόβο,
αν, στο χέρι, σφίξουμε δίκοπο μαχαίρι,
αν τις σκιές θελήσουμε, να δούμ΄ ένα δείλι,
όσα γράφτηκαν σ’ ένα μαντήλι,
τη νύχτα θα κόψουν στα δύο με μία σπαθιά.
Αν σ’ ένα ποτήρι στάξει ο πόνος σαν δάκρυ,
αν στην αυλή περπατήσει λευκό περιστέρι
κι αν στις χορδές μιας κιθάρας
έν ακόμη ταξίδι αρχίσει, μια νύχτα που βρέχει,
στη χούφτα θα κλείσει, όποιος αντέχει,
το πρώτο αστέρι, μόλις μόνος βρεθεί σε μιαν άκρη.
Σ’ έναν δρόμο αν δούμ’ έναν σκύλο
με το βήμα βαρύ απ’ τα χρόνια,
όσα γράφτηκαν σ’ ένα μαντήλι,
θα το δούμε, πριν πέσει το βράδυ,
θα το δούμε στου μπάτη τ’ αγέρι,
δροσιά σαν σκορπά προς το δείλι.
Ποιος εκείνη την ώρα θ’ αφήσει,
ο φόβος να μπει στην καρδιά του;
Ποιος εκείνη την ώρα θ’ αφήσει,
το δάκρυ να στάξει σ’ ένα μαντήλι;
Ας πούμε δυο λόγια κι ετούτο το δείλι,
προτού να κόψει στα δύο ο φόβος
τη νύχτα με μία σπαθιά
κι εικόνα γίνει σε μία σελίδα
και δάκρυ στάξει σ’ ένα μαντήλι.